-
1 στρεπτώ
-
2 στρεπτῷ
-
3 στρεπτώι
στρεπτῷ, στρεπτόνeasily twisted: neut dat sgστρεπτῷ, στρεπτόςeasily twisted: masc /neut dat sg -
4 στρεπτῶι
στρεπτῷ, στρεπτόνeasily twisted: neut dat sgστρεπτῷ, στρεπτόςeasily twisted: masc /neut dat sg -
5 συντριαινόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντριαινόω
См. также в других словарях:
στρεπτῷ — στρεπτόν easily twisted neut dat sg στρεπτός easily twisted masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτῶι — στρεπτῷ , στρεπτόν easily twisted neut dat sg στρεπτῷ , στρεπτός easily twisted masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)