Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στρεπτήρ

См. также в других словарях:

  • στρεπτῆρα — στρεπτήρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπτῆρι — στρεπτήρ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπτήρας — ο / στρεπτήρ, ῆρος, ΝΑ, και θηλ. στρέπτειρα Α όργανο κατάλληλο για στρίψιμο ή συστροφή, στροφέας νεοελλ. 1. γενική ονομασία εργαλείων με τα οποία πραγματοποιείται η περιστροφή ενός εξαρτήματος γύρω από άξονα 2. ναυτ. όργανο που χρησιμοποιείται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»