-
1 στρεπτήρ
-
2 στρεπτηρ
-
3 στρεπτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρεπτήρ
-
4 στρεπτήρα
-
5 στρεπτῆρα
-
6 στρεπτήρι
-
7 στρεπτῆρι
См. также в других словарях:
στρεπτῆρα — στρεπτήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτῆρι — στρεπτήρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτήρας — ο / στρεπτήρ, ῆρος, ΝΑ, και θηλ. στρέπτειρα Α όργανο κατάλληλο για στρίψιμο ή συστροφή, στροφέας νεοελλ. 1. γενική ονομασία εργαλείων με τα οποία πραγματοποιείται η περιστροφή ενός εξαρτήματος γύρω από άξονα 2. ναυτ. όργανο που χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek