-
41 λαβρος
3(ᾱ и ᾰ)1) резкий, бешеный, порывистый(οὖρος Hom.; πνεῦμα Aesch.)
2) бурный, стремительный(κῦμα, ποταμός Hom.)
3) сильный, обильный(ὄμβρος Her.; καπνός Pind.)
4) бушующий(πόντος, πῦρ Eur.)
5) дикий, свирепый(ὄμμα Eur.)
6) дерзкий, злой(στόμα Soph.)
7) неистовый, мятежный(στρατός Pind.)
8) огромный, громадный(λίθος Pind.; μάχαιρα Eur.)
9) страстный, неукротимый(ἐπιθυμία Arst.; ἔρως Anth.)
10) жадный, прожорливый(δράκοντος γένος Eur.)
11) неумеренный, безмерный(ποτός Diod.)
-
42 λαος
I.ион.-атт. λεώς ὅ тж. pl.(λαὸν ἀγείρειν Hom.)
2) пешие бойцы, пехота(ἵπποι καὴ λ. Hom.)
3) сухопутная армия(νῆές τε καὴ λ. Hom.)
4) люди, населениеλαοὴ ἀγροιῶται Hom. — поселяне;
ναυτικὸς λεώς Aesch. — моряки, гребцы;ὅ γεωργικὸς λεώς Arph. — земледельцы;ἐγχώριοι λαοί Aesch. — местное население;μέροπες λαοί Aesch. — человеческий род5) ( в театре) публика, зрители(αἱ στίχες τῶν λαῶν Arph.)
6) собрание, толпа(ἀκούετε, λεῴ! Arph.; ὅ πολὺς λεώς Plat.)
7) народ, племя(Δωριεύς Pind.; Λυδῶν τε καὴ Φρυγῶν Aesch.; ξύμπας Ἀχαιῶν λ. Soph.)
Κάδμου λ. Soph. = ΘηβαῖοιII.gen. к λᾶας См. λαας -
43 μιγας
1) перемешанный, беспорядочный(πολλοὴ ἔπιπτον μιγάδες Eur.)
2) смешанный, разношерстный(βάρβαρος στρατός Eur.)
μιγάδες ἐξ ἀπόρων καὴ ἀφανῶν Plut. — всякий нищий сброд -
44 ναυβατης
I2(ᾰ) плывущий на корабле, движущийся по морю(στρατός, ὁπλισμοί Aesch.; λεώς Eur.)
ν. ἀνήρ Aesch. собир. — моряки, мореходы;ν. στόλος Soph. — морской поход;ναυβάται ξένοι Thuc. — морские наемные войскаII -
45 ναυσιπορος
-
46 ναυτικος
I3мореходный, морской(στρατός Her.; λεώς Aesch.; στόλος Soph.)
ναυτικὰ ἐρείπια Aesch. — обломки кораблей;ναυτικέ δύναμις Plat. — морское могущество;ναυτικέ ἀναρχία Eur. — отсутствие дисциплины среди матросовIIὅ мореход, мореплаватель, моряк Thuc., Polyb. -
47 ναυφρακτος
2защищенный кораблями, огражденный своим флотом(ὅμιλος Aesch.; στράτευμα Eur.; στρατός Arph.)
ναύφρακτον βλέπειν Arph. предполож. — глядеть словно целый флот, т.е. грозно, воинственно -
48 νηιτης
-
49 ξενικος
1) касающийся иностранцевξενικὰ ἁμαρτήματα Plat. — преступления против иноземцев;
ξενικὸν ἀστικόν θ΄ ἅμα μίασμα Aesch. — преступление как против законов о чужеземцах, так и против законов внутренних2) воен. набираемый из иностранцев, наемный(νῆες Thuc.; ξ. στρατός Her.)
3) покровительствующий чужеземцам, охраняющий законы гостеприимства(θεός Plat.)
4) гостеприимный, радушный(τράπεζα Aeschin.)
5) чужеземный, иностранный, чужой(νομαῖα ἱρά Her.; λόγοι Arph.; ἱκτῆρες Eur.; ὀνόματα Plat.; μύρα καὴ πέμματα Plut.)
6) международный, т.е. общедоступный(ὁδός Plut.)
-
50 ξυμπας
σύμπᾱσα, σύμπᾰν весь целиком, в совокупности(στρατός Soph.; πόλις Plat.; ὁδός Xen.)
αἰῶνα τὸν ξύμπαντα Eur. — в течение всей жизни;πέντ΄ ἦσαν οἱ ξύμπαντες Soph. — всех их было пятеро;ἥ ξύμπασα γνώμη τῶν λεχθέντων Thuc. — главное содержание сказанного - см. тж. σύμπαν, σύμπαντα и σύμπασα -
51 οπλιτης
I1) тяжеловооруженный(ἀνήρ Aesch.; στρατός Eur.)
2) состоящий в вооружении, военный, боевой(κόσμος Eur.)
3) совершаемый в полном вооружении(δρόμος Pind.)
II- ου ὅ тяжеловооруженный воин, гоплит (в вооружение которого входили: δόρυ копье, ξίφος меч, ἀσπίς длинный щит, κράνος шлем, θώραξ броня, κνημῖδες поножи)(οἱ ὁπλῖται καὴ οἱ ψιλοί Thuc.; μήτε ἱππεὺς μήτε ὁ., ὁπλῖται καὴ γυμνῆτες Plat.)
-
52 παλεω
-
53 πανδημος
дор. πάνδᾱμος 21) всенародный, всеобщий(χάρις Arst.; δόξα Polyb.; ἐκκλησία, ἑορτή Plut.)
π. πόλις Soph. — все население города;π. στρατός Soph. — все войско (в целом);π. ἀγών Eur. — всенародное (публичное) состязание;πάνδημοι στέγαι Eur. — общественные здания2) обыденный, низменный, т.е. чувственный(Ἔρως, Ἀφροδίτη Plat. etc.)
-
54 πανοπλος
21) тяжеловооруженный, в полном вооружении(Ἀργείων στρατός Aesch.; ὄχλος Eur.)
2) ( о вооружении) полный(τεύχη πάνοπλα Eur.)
-
55 παραλος
I2[ἅλς]1) приморский(ἄντρα Soph.; χέρσοι Eur.)
2) морскойὁ π. στρατός Her. — военно-морские силы, флот
IIἥ бот. парал ( вид приморского растения) Anth. -
56 περσεπολις
(ὅ βασίλειος στρατός Aesch.; Παλλάς Arph.)
-
57 ποδαπος
31) из какой страны, откудаεἴρετο, π. εἴη ὅ στρατός Her. — (Гидарнес) спросил, откуда это войско;
τίς ὅ λέγων καὴ π. Plat. — (небезразлично ведь), кто (такой) говорящий и откуда (он)2) (= ποῖος См. ποιος) какой Dem. -
58 προσδηλεομαι
сверх того (вместе с тем) губитьδειμαίνω μέ ὅ ναυτικὸς στρατὸς κακωθεὴς τὸν πεζὸν προσδηλήσηται Her. — боюсь, как бы поражение (персидского) флота не было бы причиной гибели и сухопутной армии
-
59 προσδοκιμος
2ожидаемыйἐπὴ Μίλητον πολλὸς ἦν στρατὸς π. Her. — ждали, что на Милет идет большая армия;π. ἐστιν ἥξειν Diod. — ожидают его прихода -
60 πτωσιμος
См. также в других словарях:
στρατός — army masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στράτος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και … Dictionary of Greek
Στράτος — Sp Strãtas Ap Στράτος/Stratos L V Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
στρατός — ο το σύνολο των στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας: Ο ελληνικός στρατός απέκρουσε τις επιθέσεις του εχθρού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Στρατός της Σωτηρίας — Οργάνωση που ιδρύθηκε το 1878 από τον πρώην μεθοδιστή Ουίλιαμ Μπουθ (1829 1912), με σκοπό να οδηγήσει την ανθρωπότητα στη χριστιανική αντίληψη της ζωής με την παροχή αποτελεσματικής βοήθειας στους παραστρατημένους και των δύο φύλων, και κυρίως… … Dictionary of Greek
Στράτος, Νικόλαος — Έλληνας πολιτικός (Αθήνα 1872 1922). Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής της επαρχίας Βάλτου στις εκλογές του 1902. Διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Δ. Ράλλη (1909), προσχώρησε στο κόμμα των … Dictionary of Greek
Σωτηρίας Στρατός — (Salvation Army). Χριστιανική φιλανθρωπική οργάνωση με στρατιωτική διάρθρωση, που ιδρύθηκε από το Γουλιέλμο Μπουθ το 1865. Αποσκοπούσε στην εφαρμογή των αρχών του χριστιανισμού και της ηθικής, την καταπολέμηση της ανηθικότητας και των κοινωνικών… … Dictionary of Greek
στρατοῖν — στρατός army masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοί — στρατός army masc nom/voc pl στρατόω to be on a campaign pres subj mp 2nd sg στρατόω to be on a campaign pres ind mp 2nd sg στρατόω to be on a campaign pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατούς — στρατός army masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)