-
1 στρατομαντις
-
2 κεδνος
31) заботливый, добрый(τοκῆες Hom.)
2) преданный, верный(ἀμφίπολος, ἄλοχος Hom.)
κεδνὰ ἰδυῖα Hom. — верная долгу, честно преданная (Эвриклея)3) почтенный, уважаемый(ἄναξ Hom.; στρατόμαντις Aesch.)
4) дельный, отличный(οἰακοστρόφος Aesch.)
5) доблестный, храбрый(Ἀστακοῦ τόκος Aesch.)
6) любимый, дорогой(οἱ κεδνότατοι καὴ φίλτατοι Hom.; παρθένος Pind.)
7) добродетельный, достойный(ἤθεα Hes.)
8) разумный, мудрый(βουλεύματα, ἐφετμαί Aesch.)
9) радостный, счастливыйεἰπεῖν κεδνά Aesch. — сообщить радостные вести
См. также в других словарях:
στρατόμαντις — prophet to the army masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατόμαντις — άντεως, ὁ, Α μάντης στην υπηρεσία τού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + μάντις] … Dictionary of Greek
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek
στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και … Dictionary of Greek