Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(οἰακοστρόφος

См. также в других словарях:

  • οιακοστρόφος — ο (Α οἰακοστρόφος) 1. αυτός που χειρίζεται τον οίακα, ο πηδαλιούχος, ο τιμονιέρης 2. μτφ. αυτός που διαχειρίζεται τα κοινά με σωστό τρόπο, άξιος κυβερνήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, ακος «τιμόνι» + στροφός (< στρέφω)] …   Dictionary of Greek

  • οἰακοστρόφος — οἰᾱκοστρόφος , οἰακοστρόφος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδνός — κεδνός, ή, όν (Α) 1. (για πρόσ.) ενεργ. 1. φροντιστικός, προσεκτικός, επιμελής, ικανός, πιστός («κεδνός οἰακοστρόφος», Αισχύλ.) 2. ευγενής («παρθένον κεδνάν», Πίνδ.) 3. παθ. αγαπητός, αυτός που τόν φροντίζουν, που τόν αγαπούν («κεδνότατοι καὶ… …   Dictionary of Greek

  • οιακοστροφώ — (Α οἰακοστροφῶ, έω) [οιακοστρόφος] 1. χειρίζομαι τον οίακα, χειρίζομαι το πηδάλιο, πηδαλιουχώ, οιακίζω 2. μτφ. διευθύνω, κυβερνώ, διοικώ, καθοδηγώ …   Dictionary of Greek

  • οιακοστρόφιο(ν) — το [οιακοστρόφος] ναυτ. χειροκίνητος τροχός ο οποίος περιστρεφόμενος μετακινεί τον οίακα και έτσι στρέφει το πηδάλιο τού πλοίου δεξιά ή αριστερά, κν. ρόδα τού τιμονιού …   Dictionary of Greek

  • οιακοφόρος — οἰακοφόρος, ιων. τ. οἰηκοφόρος, ὁ (Α) πηδαλιούχος, οιακονόμος, οιακοστρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, ακος «τιμόνι» + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • οἰακοστρόφοι — οἰᾱκοστρόφοι , οἰακοστρόφος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰακοστρόφον — οἰᾱκοστρόφον , οἰακοστρόφος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰακοστρόφου — οἰᾱκοστρόφου , οἰακοστρόφος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰακοστρόφους — οἰᾱκοστρόφους , οἰακοστρόφος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»