-
1 οιακοστροφος
-
2 οιακιστής
οιακοστρόφος ο рулевой -
3 κεδνος
31) заботливый, добрый(τοκῆες Hom.)
2) преданный, верный(ἀμφίπολος, ἄλοχος Hom.)
κεδνὰ ἰδυῖα Hom. — верная долгу, честно преданная (Эвриклея)3) почтенный, уважаемый(ἄναξ Hom.; στρατόμαντις Aesch.)
4) дельный, отличный(οἰακοστρόφος Aesch.)
5) доблестный, храбрый(Ἀστακοῦ τόκος Aesch.)
6) любимый, дорогой(οἱ κεδνότατοι καὴ φίλτατοι Hom.; παρθένος Pind.)
7) добродетельный, достойный(ἤθεα Hes.)
8) разумный, мудрый(βουλεύματα, ἐφετμαί Aesch.)
9) радостный, счастливыйεἰπεῖν κεδνά Aesch. — сообщить радостные вести
См. также в других словарях:
οιακοστρόφος — ο (Α οἰακοστρόφος) 1. αυτός που χειρίζεται τον οίακα, ο πηδαλιούχος, ο τιμονιέρης 2. μτφ. αυτός που διαχειρίζεται τα κοινά με σωστό τρόπο, άξιος κυβερνήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, ακος «τιμόνι» + στροφός (< στρέφω)] … Dictionary of Greek
οἰακοστρόφος — οἰᾱκοστρόφος , οἰακοστρόφος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεδνός — κεδνός, ή, όν (Α) 1. (για πρόσ.) ενεργ. 1. φροντιστικός, προσεκτικός, επιμελής, ικανός, πιστός («κεδνός οἰακοστρόφος», Αισχύλ.) 2. ευγενής («παρθένον κεδνάν», Πίνδ.) 3. παθ. αγαπητός, αυτός που τόν φροντίζουν, που τόν αγαπούν («κεδνότατοι καὶ… … Dictionary of Greek
οιακοστροφώ — (Α οἰακοστροφῶ, έω) [οιακοστρόφος] 1. χειρίζομαι τον οίακα, χειρίζομαι το πηδάλιο, πηδαλιουχώ, οιακίζω 2. μτφ. διευθύνω, κυβερνώ, διοικώ, καθοδηγώ … Dictionary of Greek
οιακοστρόφιο(ν) — το [οιακοστρόφος] ναυτ. χειροκίνητος τροχός ο οποίος περιστρεφόμενος μετακινεί τον οίακα και έτσι στρέφει το πηδάλιο τού πλοίου δεξιά ή αριστερά, κν. ρόδα τού τιμονιού … Dictionary of Greek
οιακοφόρος — οἰακοφόρος, ιων. τ. οἰηκοφόρος, ὁ (Α) πηδαλιούχος, οιακονόμος, οιακοστρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, ακος «τιμόνι» + φόρος*] … Dictionary of Greek
οἰακοστρόφοι — οἰᾱκοστρόφοι , οἰακοστρόφος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰακοστρόφον — οἰᾱκοστρόφον , οἰακοστρόφος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰακοστρόφου — οἰᾱκοστρόφου , οἰακοστρόφος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰακοστρόφους — οἰᾱκοστρόφους , οἰακοστρόφος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)