Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στρατηγικό

  • 1 σημείο(ν)

    τό
    1) знак; сигнал;

    κάνω σημεί — дать знак;

    σημείο(ν) προανατολισμού ( — или αναγνωρίσεως) — ориентир;

    2) знак, значок, отметка;
    3) точка, пункт, центр; место;

    στρατηγικό σημείο(ν) — стратегический пункт;

    σημεί συναντήσεως — место встречи;

    4) пункт, положение (доклада, речи);

    κύρια σημεία τού λόγου — основные положения доклада;

    5) пункт, момент;

    τό σημείο(ν) στροφής — поворотный пункт;

    6) перен. признак; симптом; примета;
    δείχνω (или δίνω) σημεία ζωής подавать признаки жизни; 7) физ. точка, момент;

    τό σημείο(ν) αδράνειας — момент инерции;

    νεκρό σημείο(ν) — мёртвая точка;

    § προς όλα τα σημεία — по всем направлениям;

    τα τέσσερα σημεία τού ορίζοντα — четыре страны света

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σημείο(ν)

  • 2 σημείο(ν)

    τό
    1) знак; сигнал;

    κάνω σημεί — дать знак;

    σημείο(ν) προανατολισμού ( — или αναγνωρίσεως) — ориентир;

    2) знак, значок, отметка;
    3) точка, пункт, центр; место;

    στρατηγικό σημείο(ν) — стратегический пункт;

    σημεί συναντήσεως — место встречи;

    4) пункт, положение (доклада, речи);

    κύρια σημεία τού λόγου — основные положения доклада;

    5) пункт, момент;

    τό σημείο(ν) στροφής — поворотный пункт;

    6) перен. признак; симптом; примета;
    δείχνω (или δίνω) σημεία ζωής подавать признаки жизни; 7) физ. точка, момент;

    τό σημείο(ν) αδράνειας — момент инерции;

    νεκρό σημείο(ν) — мёртвая точка;

    § προς όλα τα σημεία — по всем направлениям;

    τα τέσσερα σημεία τού ορίζοντα — четыре страны света

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σημείο(ν)

  • 3 στρατηγικός

    η, ό[ν]
    1) стратегический;

    στρατηγικός σκοπός — стратегическая цель;

    στρατηγικη σημασία — стратегическое значение;

    στρατηγικο τέχνασμα — военная хитрость;

    2) манёвренный;
    3) полководческий;

    στρατηγική ιδιοφυΐα — талант полководца

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στρατηγικός

См. также в других словарях:

  • Πέντε Πηγάδια — Στρατηγικό πέρασμα κοντά στη Φιλιππιάδα της Ηπείρου. Στη θέση αυτή έγιναν, σε διάφορες ιστορικές περιόδους, πολεμικές επιχειρήσεις ανάμεσα στις ελληνικές κα τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις. Στη διάρκεια του Eλληνοτουρκικού πολέμου του 1897 ο… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • στρατηγικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο στρατηγό: Κατέλαβε το στρατηγικό αξίωμα. 2. «στρατηγικό σημείο», θέση με πλεονεκτήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Andreas Papandreou — Infobox Prime Minister name =Andreas Georgiou Papandreou el. Ανδρέας Γεωργίου Παπανδρέου caption = order =3rd and 8th Prime Minister of the Third Hellenic Republic term start =October 21, 1981 term end =July 2, 1989 October 13, 1993ndash January… …   Wikipedia

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αιφνιδιασμός — Στην πολεμική τέχνη α. ονομάζεται η πολεμική ενέργεια που προετοιμάζεται με άκρα μυστικότητα και εκτελείται με μεγάλη ταχύτητα με σκοπό να ανατρέψει τον συσχετισμό δυνάμεων των αντιπάλων, καταλαμβάνοντας απροετοίμαστο –για μια τέτοια ενέργεια–… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • καταστρατήγηση — η 1. επικράτηση με στρατηγικό τέχνασμα 2. μτφ. παραβίαση νόμου ή συμφωνίας ή συνθήκης κ.λπ. με δόλο ή με τέχνασμα, καταδολίευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταστρατηγῶ. Η λ., στον λόγιο τ. καταστρατήγησις, μαρτυρείται από το 1877 στην εφημερίδα Στοά] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»