-
1 στραγεύομαι
στραγεύομαιloiter: pres ind mp 1st sg -
2 στραγεύομαι
A v. στραγγεύομαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στραγεύομαι
-
3 στραγεύει
στραγεύομαιloiter: pres ind mp 2nd sg -
4 στραγεύεσθαι
στραγεύομαιloiter: pres inf mp -
5 στραγεύη
-
6 στραγεύῃ
-
7 στραγγεύομαι
A loiter, delay, ἐγὼ δῆτ' ἐνθαδὶ στραγγεύομαι; Ar.Ach. 126 (cj. Kuster; στραγεύγομαι cod. R, στρατεύομαι cett.); τί ταῦτ' ἔχων ς.; why do I keep loitering thus? Id.Nu. 131 ( στραγεύομαι codd. RV, στρατεύομαι codd. opt. Suid. s.v. ἰτητέον, στραγγεύομαι codd. deteriores Ar. et Suid. l.c.);σ. περὶ τὰς συμβολάς Macho
ap. Ath.13.580e; = τριψημερεῖν, Hsch.; restd. for στρατεύομαι in Pl.R. 472a, Zen.4.19, Ptol.Asc.p.401 H., Hsch. s.v. μαρηγηλλᾷ, Id. s.v. στρεύγει, Phot., Suid.s.v. ἢ δεῖ χελώνης, EM755.39; written [full] στραγεύομαι, Ar. (v.l., v. supr.), PTeb. 713.5 (ii B.C.), Sm.Pr.24.10 (v.l.), Hsch., Sch.Ar.Nu. l.c. (cod. V), Suid. (codd. AV), Id. s.v. τευτάζειν, Eust.1441.59; στρατεύομαι (s.v.l.) has this sense in LXX Jd.19.8, BGU1127.28 (i B.C.), 1131.20 (i B.C.); στρατεύεσθαι (s.v.l.),= aginare, Gloss.2 στραγγευομένη κάθαρσις coming slowly, Orib.Fr.138.II [voice] Act. in med. sense, Sch.Ar.Lys.17 (restd. for ἐστράγευσεν, ἐστράτευσεν), Suid. s.v. κυπτάζειν, EM330.56 (restd. for στρατεύειν); = agino, Gloss. ([etym.] στρατ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στραγγεύομαι
См. также в других словарях:
στραγεύομαι — loiter pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγεύομαι — Α βλ. στραγγεύω … Dictionary of Greek
στραγεύῃ — στραγεύομαι loiter pres subj mp 2nd sg στραγεύομαι loiter pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγεύει — στραγεύομαι loiter pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγεύεσθαι — στραγεύομαι loiter pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στράγξ — αγγός, ἡ, Α σταγόνα, σταλαγματιά («ὁ διὰ λεπτοτάτης ὀπῆς κατιὼν σταλαγμός», Σχόλ. Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στράγξ, γγός (πρβλ. λύγξ, στρίγξ) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *streng «σφίγγω, συμπιέζω, συγκεντρώνω» και συνδέεται με… … Dictionary of Greek
στραγγεύω — μέσ. και δ. γρφ. στραγεύομαι, Α 1. αργοπορώ, χρονοτριβώ 2. φρ. «στραγγευομένη κάθαρσις» αργή κένωση τών εντέρων (Ορειβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στράγξ, γγός (για τη σημ. του ρ. βλ. λ. στράγξ)] … Dictionary of Greek