-
1 στραβός
[стравос] яг. кривой, косой, ошибочный, ложный, одноглазый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στραβός
-
2 косой
-
3 кривой
-
4 кривой
λοξός, στραβός, στρεβλός, καμπύλος, λυγισμένος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кривой
-
5 перекошенность
η στρεβλότητα, το στρέβλωμα, το σκέβρωμα-ый στρεβλός, στραβόςδιαστρεβλωμένος, σκεβρόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перекошенность
-
6 корявый
коряв||ыйприл1. (искривленный) στραβός, στρεβλός·2. (загрубевший, шероховатый) ροζιασμένος:\корявыйые руки τά ροζιασμένα χέρια·3. (о лице) βλογιοκομμένος'4. (топорный, неумелый) ἀδέξιος, κακότεχνος:\корявый стиль τό κακότεχνο ὕφος· \корявый почерк ἀδέξιος γραφικός χαρακτήρας. -
7 кособокий
кособокийприл στραβός, στραβωμένος. -
8 неправильный
непра́вильн||ыйприл - ἀνώμαλος, ἀντικανονικός, ἀκανόνιστος:\неправильныйые черты лица τά ἀκανόνιστα χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου·2. (неверный) ὄχι σωστός, λαθεμένος, στραβός / ἐσφαλ· μένος (ошибочный):\неправильныйое суждение ἡ λαθεμένη (или ἐσφαλμένη) κρίση· сделать \неправильныйый ход (в игре) κάνω λαθεμένη κίνηση· ◊ \неправильныйый глагол гран. τό ἀνὠμα-λο[ν] ρήμα· \неправильныйая дробь мат τό νόθον κλάσμα. -
9 превратный
превра́тн||ыйприл1. (ложный) σφαλερός,, στραβός, ἐσφαλμένος:иметь \превратныйое представление о чем-л. Εχω ἐσφαλμένη ίδέα γιά κάτι·2. (изменчивый) ἀστατος, ἀσταθής, εὐμετάβλητος. -
10 слепой
слеп||ой1. прил ἀόμματος, τυφλός, στραβός:совершенно \слепойо́й θεότυφλος, τελείως τυφλός, θεόστραβος· \слепойо́й на один глаз μονόφθαλμος·2. прил перен (безрассудный) τυφλός:\слепойая любовь ἡ τυφλή ἀγάπη· \слепойо́е подражание ἡ τυφλή μίμηση, ἡ δουλική ἀπομίμηση [-ις]·3. прил (нечеткий, неясный) δυσανάγνωστος, κακοτυπωμένος (о шрифте)· ◊ \слепойой полет ἀβ. ἡ πτήσις στά τυφλά· \слепойа́я кишка анат. τό τυφλό Εντερο· \слепойая ку́рица разг ὁ τυφλοπόντικας·4. м ὁ τυφλός. -
11 корявый
[καργιάβυϊ] εκ. στραβός -
12 кособокий
[κασαμπόκιΐ]εκ. στραβωμένος, στραβός -
13 косоглазый
[κασαγκλάζυϊ] εκ. στραβός -
14 кривой
[κριβόΐ] επ. στραβός, καμπύλος -
15 корявый
[καργιάβυϊ] επ στραβός -
16 кособокий
[κασαμπόκιϊ]εκ. στραβωμένος, στραβός -
17 косоглазый
[κασαγκλάζυϊ] επ στραβός -
18 кривой
[κριβόϊ] επ στραβός, καμπύλος -
19 вывернутый
επ. από μτχ.διαστρεβλωμένος, διάστροφος, στραβωμένος, στραβός (για μέλος του σώματος). -
20 корявый
επ., βρ: -ряв, -а, -о.1. στραβός, στρεβλός•корявый огурец στραβό αγγουράκι.
2. ροζιασμένος, -άρικος•-ые рки ροζιασμένα χέρια.
3. βλογιοκομμένος, βλογιάρης, -ικος. || ουσ. βλογιάρης.4. αδέξιος, κακότεχνος. || άσχημος γραφικός χαρακτήρας, στραβά γράμματα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στραβός — squinting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβός — ή, ό / στραβός, ή, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος νεοελλ. (για πράγμ.) 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές») 2. τυφλός («στραβός από το ένα μάτι») 3.… … Dictionary of Greek
στραβός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, στρεβλός: Τα πόδια της είναι στραβά. – Κρέμασε στραβά τον πίνακα. 2. τυφλός: Στραβός βελόνα γύρευε μέσα σε αχυρώνα (παροιμ.). 3. εσφαλμένος, όχι σωστός: Πήρε στραβό δρόμο. – Το είδε στραβά από την αρχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στραβά — στραβός squinting neut nom/voc/acc pl στραβά̱ , στραβός squinting fem nom/voc/acc dual στραβά̱ , στραβός squinting fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβόν — στραβός squinting masc acc sg στραβός squinting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβαῖς — στραβός squinting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβαί — στραβός squinting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβοῖς — στραβός squinting masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβοί — στραβός squinting masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβούς — στραβός squinting masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβῷ — στραβός squinting masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)