-
1 λοξός
[локсос] εκ. косойΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λοξός
-
2 кривой
λοξός, στραβός, στρεβλός, καμπύλος, λυγισμένος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кривой
-
3 косой
-
4 кривой
-
5 косой
кос||ойпри л.1. λοξός, πλάγιος / ἐπικλινής, κεκλιμένος (наклонный):\косой дождь ἡ λοξή βροχή· \косой почерк ὁ λοξός γραφικός χαρακτήρας·2. (о глазах) ἀλλοί-θωρος·3. перен (недружелюбный):\косой взгляд τό λοξό βλέμμα, ΤΟ στραβοκοί-ταγμα1 бросать \косойые взгляды ρίχνω λοξές ματιές, στραβοκοιτάζὠ ◊ \косойая сажень в плечах разг ὁ λεβέντης. -
6 раскосцый
раскосцыйприл1. (о разрезе глаз) λοξός, σχιστός:человек с \раскосцыйыми глазами ὁ λοξομάτης·2. (косоглазый) ἀλλοί-θωρος. -
7 раскосый
[ρασκόσυϊ] εκ. λοξός -
8 раскосый
[ρασκόσυϊ] επ λοξός -
9 диагоналевый
επ.λοξός, διαγώνιος (για ύφασμα). -
10 косвенный
επ.1. παλ. λοξός•косвенный взгляд η λοξή ματιά.
2. έμμεσος, πλάγιος•косвенный намёк υπαινιγμός•
косвенный налог έμμεσος φόρος•
косвенный вопрос πλάγια ερώτηση•
-ым путём έμμεσα, πλάγια.
|| εξώδικος•-ые улики εξώδικες μαρτυρίες.
εκφρ.- ое дополнение – (γραμμ.) έμμεσο αντικείμενο•косвенный падеж – (γραμμ.) πλάγια πτώση•- ая речь – πλάγιος λόγος•- ые средства – κρυφοί (άδηλοι) πόροι•- ые пути – πλάγιοι τρόποι. -
11 косой
επ., βρ: кос, коей, косо.1. πλάγιος, λοξός• επικλινής•-ые лучи солнца οι λοξές ακτίνες του ήλιου•
косой дождь λοξή βροχή•
косой почерк πλάγια γραφή.
2. στραβός, σκεβρός.3. βλ. косоглазый.4. μτφ. ύποπτος, δυσμενής•косой взгляд λοξή ματιά.
5. (απλ.) ουσ, λαγός.εκφρ.косой ворот – γιακάς που κουμπώνει στο πλευρό•косой парус – τριγωνικό καραβόπανο•косой угол – οξεία γωνία•косой треугольник – οξυγώνιο τρίγωνο•-ая сажень в плечах; в -ую сажень ростом – πελώριος άνθρωπος, άντρακλας. -
12 кривой
επ., βρ: крив, крива, криво.1. κυρτός, καμπύλος, λυγισμένος, γυριστός•-я сабля κυρτό σπαθί. || στραβός, στρεβλός•человек с -ыми ногами άνθρωπος στραβοπόδαρος.
|| λοξός, πλάγιος•-я линия λοξή γραμμή.
2. ουσ. θ. -ая λοζή γραμμή.3. βλ. кривоглазый.4. παλ. άδικος, ψεύτικος, μη σωστός.εκφρ.- ая улыбка – ψευτοχαμόγελο –ое зеркало καθρέφτης που παραμορφώνει•улыбаться (усмехаться) -о – πικροχαμογελώ• χαμογελώ ειρωνικά•- я вывезет (вынесет) – μπορεί να το πάει ο διάβολος και γίνει•куда -я не (ни) вывезет (вынесет) – όπου το βγάλει η άκρη, ας γίνει ό,τι θέλει•на -ой не объедешь его – δεν τον ξεγελάς με τίποτε. -
13 непрямой
επ.μη ευθύς• λοξός, πλάγιος. || καμπύλος, κυρτός. || μτφ. ανειλικρινής, υποκριτικός•непрямой ответ υπεκφυγή.
-
14 обходный
κ. обходной επ.1. (στρατ.) της υπερφαλάγγισης•-ая колонна φάλαγγα υπερφαλάγγισης•
-бе движение κίνηση υπερφαλάγγισης•
обходный манвр ελιγμός υπερφαλάγγισης.
2. (κυρλξ. κ. μτφ.) παρακαμπτήριος, λοξός, πλάγιος, έμμεσος.εκφρ.- ая стража – περίπολος•обходный лист – αποδεικτικό μη οφειλής. -
15 откосный
επ.επικλινής, κατωφερής, πρανής. || λοξός. -
16 перекошенный
επ. από μτχ.στρεβλός, στραβός• σκεβρωμένος• λοξός. || συνεσπασμένος. -
17 раскосый
επ.1. λοζόφθαλμος, αλλοίθωρος, λοξομάτης.2. λοξός, πλάγιος.
См. также в других словарях:
λοξός — slanting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοξός — ή, ό (AM λοξός, ή, όν) 1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ. γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.) 2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός… … Dictionary of Greek
λοξός — ή, ό επίρρ. ά 1. πλάγιος, στραβός, όχι ίσιος: Μου έριξε μόνο μια λοξή ματιά. 2. μτφ., ιδιότροπος, περίεργος: Δεν έχω ξανασυναντήσει τόσο λοξό διευθυντή! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λοξά — λοξός slanting neut nom/voc/acc pl λοξά̱ , λοξός slanting fem nom/voc/acc dual λοξά̱ , λοξός slanting fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοξότερον — λοξός slanting adverbial comp λοξός slanting masc acc comp sg λοξός slanting neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοξοτέρων — λοξός slanting fem gen comp pl λοξός slanting masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοξῶν — λοξός slanting fem gen pl λοξός slanting masc/neut gen pl λοξόω make slanting pres part act masc voc sg (doric aeolic) λοξόω make slanting pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) λοξόω make slanting pres part act masc nom sg λοξόω make… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοξόν — λοξός slanting masc acc sg λοξός slanting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοξαῖς — λοξός slanting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοξαί — λοξός slanting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοξοτέροις — λοξός slanting masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)