-
101 εστοχασμένη
-
102 ἐστοχασμένη
-
103 εστοχασμένην
-
104 ἐστοχασμένην
-
105 εστοχασμένοι
-
106 ἐστοχασμένοι
-
107 εστοχασμένοις
-
108 ἐστοχασμένοις
-
109 εστοχασμένος
-
110 ἐστοχασμένος
-
111 εστοχασμένου
-
112 ἐστοχασμένου
-
113 εστοχασμένους
-
114 ἐστοχασμένους
-
115 εστοχασμένως
ἐστοχασμένωςhitting the mark: indeclform (adverb)στοχάζομαιaim: perf part mp masc acc pl (doric) -
116 ἐστοχασμένως
ἐστοχασμένωςhitting the mark: indeclform (adverb)στοχάζομαιaim: perf part mp masc acc pl (doric) -
117 εστοχασάμεθα
-
118 ἐστοχασάμεθα
-
119 εστοχασάμην
-
120 ἐστοχασάμην
См. также в других словарях:
στοχάζομαι — στοχάζομαι, στοχάστηκα βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στοχάζομαι — aim pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχάζομαι — ΝΜΑ [στόχος] προσπαθώ να εικάσω, φαντάζομαι πώς είναι κάτι ή κάποιος (α. «πως είν τής Αυγούλας ο Ανθός εστοχάσθη», Σολωμ. β. «στοχάσου τώρα τὴν φρικτὴν ἐμὴν ἀνδραγαθίαν», Διγεν. Ακρ. γ. «τῆς τότε διανοίας τοῡ τιθέντος αὐτὰ ἐστοχάσθαι», Πλάτ.)… … Dictionary of Greek
στοχάζομαι — στοχάστηκα, σκέφτομαι, συλλογίζομαι: Στοχάσου πώς σε ψένουν καθ ώρα στη φωτιά (Φεραίος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στοχάζεσθε — στοχάζομαι aim pres imperat mp 2nd pl στοχάζομαι aim pres ind mp 2nd pl στοχάζομαι aim imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐστοχασμένα — στοχάζομαι aim perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐστοχασμένᾱ , στοχάζομαι aim perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐστοχασμένᾱ , στοχάζομαι aim perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχαζομένων — στοχάζομαι aim pres part mp fem gen pl στοχάζομαι aim pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχαζόμεθα — στοχάζομαι aim pres ind mp 1st pl στοχάζομαι aim imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχαζόμενον — στοχάζομαι aim pres part mp masc acc sg στοχάζομαι aim pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασαμένων — στοχάζομαι aim aor part mp fem gen pl στοχάζομαι aim aor part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασάμενον — στοχάζομαι aim aor part mp masc acc sg στοχάζομαι aim aor part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)