-
61 στοχάζωνται
στοχάζομαιaim: pres subj mp 3rd pl -
62 στοχάσαιντο
στοχάζομαιaim: aor opt mp 3rd pl -
63 στοχάσαιο
στοχάζομαιaim: aor opt mp 2nd sg -
64 στοχάσασθαι
στοχάζομαιaim: aor inf mp -
65 στοχάσεσθαι
στοχάζομαιaim: fut inf mp -
66 στοχάσεσθε
στοχάζομαιaim: fut ind mp 2nd pl -
67 στοχάσηται
στοχάζομαιaim: aor subj mp 3rd sg -
68 στοχάσθητι
στοχάζομαιaim: aor imperat mp 2nd sg -
69 στόχασαι
στοχάζομαιaim: aor imperat mp 2nd sg -
70 στοχάσοιντο
στοχάζομαιaim: fut opt mp 3rd pl -
71 στοχάσοιο
στοχάζομαιaim: fut opt mp 2nd sg -
72 στοχάσοιτο
στοχάζομαιaim: fut opt mp 3rd sg -
73 εστοχασμένα
στοχάζομαιaim: perf part mp neut nom /voc /acc plἐστοχασμένᾱ, στοχάζομαιaim: perf part mp fem nom /voc /acc dualἐστοχασμένᾱ, στοχάζομαιaim: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
74 ἐστοχασμένα
στοχάζομαιaim: perf part mp neut nom /voc /acc plἐστοχασμένᾱ, στοχάζομαιaim: perf part mp fem nom /voc /acc dualἐστοχασμένᾱ, στοχάζομαιaim: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
75 εστοχασμέναι
στοχάζομαιaim: perf part mp fem nom /voc plἐστοχασμένᾱͅ, στοχάζομαιaim: perf part mp fem dat sg (doric aeolic) -
76 ἐστοχασμέναι
στοχάζομαιaim: perf part mp fem nom /voc plἐστοχασμένᾱͅ, στοχάζομαιaim: perf part mp fem dat sg (doric aeolic) -
77 εστοχασμένας
ἐστοχασμένᾱς, στοχάζομαιaim: perf part mp fem acc plἐστοχασμένᾱς, στοχάζομαιaim: perf part mp fem gen sg (doric aeolic) -
78 ἐστοχασμένας
ἐστοχασμένᾱς, στοχάζομαιaim: perf part mp fem acc plἐστοχασμένᾱς, στοχάζομαιaim: perf part mp fem gen sg (doric aeolic) -
79 εστοχασμένον
στοχάζομαιaim: perf part mp masc acc sgστοχάζομαιaim: perf part mp neut nom /voc /acc sg -
80 ἐστοχασμένον
στοχάζομαιaim: perf part mp masc acc sgστοχάζομαιaim: perf part mp neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
στοχάζομαι — στοχάζομαι, στοχάστηκα βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στοχάζομαι — aim pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχάζομαι — ΝΜΑ [στόχος] προσπαθώ να εικάσω, φαντάζομαι πώς είναι κάτι ή κάποιος (α. «πως είν τής Αυγούλας ο Ανθός εστοχάσθη», Σολωμ. β. «στοχάσου τώρα τὴν φρικτὴν ἐμὴν ἀνδραγαθίαν», Διγεν. Ακρ. γ. «τῆς τότε διανοίας τοῡ τιθέντος αὐτὰ ἐστοχάσθαι», Πλάτ.)… … Dictionary of Greek
στοχάζομαι — στοχάστηκα, σκέφτομαι, συλλογίζομαι: Στοχάσου πώς σε ψένουν καθ ώρα στη φωτιά (Φεραίος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στοχάζεσθε — στοχάζομαι aim pres imperat mp 2nd pl στοχάζομαι aim pres ind mp 2nd pl στοχάζομαι aim imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐστοχασμένα — στοχάζομαι aim perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐστοχασμένᾱ , στοχάζομαι aim perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐστοχασμένᾱ , στοχάζομαι aim perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχαζομένων — στοχάζομαι aim pres part mp fem gen pl στοχάζομαι aim pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχαζόμεθα — στοχάζομαι aim pres ind mp 1st pl στοχάζομαι aim imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχαζόμενον — στοχάζομαι aim pres part mp masc acc sg στοχάζομαι aim pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασαμένων — στοχάζομαι aim aor part mp fem gen pl στοχάζομαι aim aor part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασάμενον — στοχάζομαι aim aor part mp masc acc sg στοχάζομαι aim aor part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)