-
1 στοχαζομαι
1) целиться, метитьσ. τινος Xen., Isocr., Plat., Arst. — целиться во что (в кого)-л.
2) иметь в виду, стремиться(τινος Plat., Arst. и πρός τι Plat.)
σ. κριτῶν τῶν κρατίστων Xen. — стремиться к тому, чтобы судьями были самые влиятельные люди3) применяться, приспособляться(σ. τοῦ συμβουλευομένου Plat.)
σ. τῆς τοῦ δήμου βουλήσεως Polyb. — применяться к воле народа4) умозаключать, судить, догадываться, разгадывать(τινος Isocr., Plat. и τι Xen.)
σ. τὰ συμφέροντα Xen. — догадываться о том, что требуется;σ. ἔκ и διά τινος Polyb. — заключать на основании чего-л.;τῷ στοχάζεσθαι Plat. — путем догадок -
2 στοχάζομαι
1. αμετ. думать, размышлять; мыслить;2. μετ. 1) обдумывать, взвешивать, учитывать, принимать во внимание; 2) задумывать, замышлять; 3) предполагать; представлять себе, воображать; 4) уважать, ценить;δεν με στοχάζομαιεται καθόλου — он меня совсем не уважает
-
3 στοχάζομαι
[стохаэомэ] ρ думать, размышлять. -
4 καταστοχαζομαι
-
5 παραστοχαζομαι
См. также в других словарях:
στοχάζομαι — στοχάζομαι, στοχάστηκα βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στοχάζομαι — aim pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχάζομαι — ΝΜΑ [στόχος] προσπαθώ να εικάσω, φαντάζομαι πώς είναι κάτι ή κάποιος (α. «πως είν τής Αυγούλας ο Ανθός εστοχάσθη», Σολωμ. β. «στοχάσου τώρα τὴν φρικτὴν ἐμὴν ἀνδραγαθίαν», Διγεν. Ακρ. γ. «τῆς τότε διανοίας τοῡ τιθέντος αὐτὰ ἐστοχάσθαι», Πλάτ.)… … Dictionary of Greek
στοχάζομαι — στοχάστηκα, σκέφτομαι, συλλογίζομαι: Στοχάσου πώς σε ψένουν καθ ώρα στη φωτιά (Φεραίος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στοχάζεσθε — στοχάζομαι aim pres imperat mp 2nd pl στοχάζομαι aim pres ind mp 2nd pl στοχάζομαι aim imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐστοχασμένα — στοχάζομαι aim perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐστοχασμένᾱ , στοχάζομαι aim perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐστοχασμένᾱ , στοχάζομαι aim perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχαζομένων — στοχάζομαι aim pres part mp fem gen pl στοχάζομαι aim pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχαζόμεθα — στοχάζομαι aim pres ind mp 1st pl στοχάζομαι aim imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχαζόμενον — στοχάζομαι aim pres part mp masc acc sg στοχάζομαι aim pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασαμένων — στοχάζομαι aim aor part mp fem gen pl στοχάζομαι aim aor part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασάμενον — στοχάζομαι aim aor part mp masc acc sg στοχάζομαι aim aor part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)