Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

στολίζω

См. также в других словарях:

  • στολίζω — put in trim pres subj act 1st sg στολίζω put in trim pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολίζω — στολίζω, στόλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στολίζω — ΝΜΑ [στόλος / στολή] 1. διακοσμώ, κοσμώ, καλλωπίζω, ντύνω με ωραία ενδύματα και κοσμήματα (α. «στολίζουν τη νύφη» β. «νέον τινὰ στολίσαντες ὡς κόρην», Τζέτζ. γ. «τὸ ἀγαλμάτιον στολίζουσι καὶ κοσμοῡσι», Πλούτ.) 2. (το μεσοπαθ.) στολίζομαι α) φορώ… …   Dictionary of Greek

  • στολίζω — στόλισα, στολίστηκα, στολισμένος 1. διακοσμώ: Στόλισαν τη νύφη. – Τον στολίζουν πολλές αρετές. 2. περιυβρίζω, επιτιμώ κάποιον: Τον στόλισα για τα καλά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στολίζῃ — στολίζω put in trim pres subj mp 2nd sg στολίζω put in trim pres ind mp 2nd sg στολίζω put in trim pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐστολισμένα — στολίζω put in trim perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐστολισμένᾱ , στολίζω put in trim perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐστολισμένᾱ , στολίζω put in trim perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐστολίσθην — στολίζω put in trim plup ind mp 3rd dual στολίζω put in trim aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) στολίζω put in trim aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολιεῖ — στολίζω put in trim fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) στολίζω put in trim fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολίζει — στολίζω put in trim pres ind mp 2nd sg στολίζω put in trim pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολίζον — στολίζω put in trim pres part act masc voc sg στολίζω put in trim pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολίζοντα — στολίζω put in trim pres part act neut nom/voc/acc pl στολίζω put in trim pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»