Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στοιά

См. также в других словарях:

  • στοιά — στοιά̱ , στοά roofed colonnade fem nom/voc/acc dual στοιά̱ , στοά roofed colonnade fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιά — ἡ, Α βλ. στοά …   Dictionary of Greek

  • στοιάν — στοιά̱ν , στοά roofed colonnade fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιάς — στοιά̱ς , στοά roofed colonnade fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοά — Κτίριο ή χώρος μιας μεγαλύτερης οικοδομής, ανοιχτό προς το εξωτερικό και διαρρυθμισμένο στην εξωτερική του όψη, από μία ή περισσότερες κιονοστοιχίες. Πρόκειται συνήθως για χώρο ανοιχτό στο κοινό για συναντήσεις, συναθροίσεις ή και για την πώληση… …   Dictionary of Greek

  • Стоа — (στόαι или στοιά, от στεγ, крыть) у древних греков то же, что porticus y римлян, т. е. крытая колоннада. Колоннады возводились при храмах, домах, гимнасиях и на рынках и служили общественным местом отдыха, прогулок и собраний. Обыкновенно… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • περίστωο — το / περίστῳον, ΝΑ, και περιστόϊον Α το περίστυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στῳον / στόϊον (< στωϊά / στοιά, άλλοι τ. τού στοά*), πρβλ. προ στῷον] …   Dictionary of Greek

  • stā- : stǝ- —     stā : stǝ     English meaning: to stand     Deutsche Übersetzung: ‘stehen, stellen”     Note: reduplicated si stü , extended stüi : stī̆ , stüu : stū̆ and st eu     Material: A. O.Ind. tiṣṭhati, Av. hištaiti, ap. 3. sg. Impf. a ištata… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»