Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

στιγματίζω

См. также в других словарях:

  • στιγματίζω — στιγματίζω, στιγμάτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στιγματίζω — ΝΜΑ [στίγμα, ατος] 1. δημιουργώ στίγματα με εγχάραξη ή με έγκαυση, σημαδεύω κάτι με στίγματα 2. μτφ. εγχαράσσω ηθικά στίγματα, κηλιδώνω, λερώνω (α. «στιγμάτισε με τη συμπεριφορά του το όνομα τής οικογένειας» β. «ὁ διὰ τοῡ βίου κηλίδων τὴν ψυχὴν… …   Dictionary of Greek

  • στιγματίζω — στιγμάτισα, στιγματίστηκα, στιγματισμένος 1. προξενώ στίγματα. 2. κηλιδώνω, ατιμάζω. 3. επικρίνω: Στιγμάτισε τη συμπεριφορά ορισμένων υπουργών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καυτηριάζω — (ΑΜ καυτηριάζω) [καυτήρας] 1. ιατρ. καίω με τον καυτήρα ή με πυρακτωμένο σίδερο πάσχοντες ιστούς τού σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς, ενεργώ ιατρική καυτηρίαση 2. σχηματίζω με πυρακτωμένο σίδερο ένα σημάδι πάνω στο σώμα ζώου ή και ανθρώπου,… …   Dictionary of Greek

  • προκαταστίζω — ΜΑ μσν. στιγματίζω, στηλιτεύω, προηγουμένως αρχ. μέσ. προκαταστίζομαι υποφέρω από τύψεις προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταστίζω «διαστίζω, στιγματίζω»] …   Dictionary of Greek

  • στιγματισμός — Ιδιότητα ενός οπτικού συστήματος, που αναφέρεται στο γεγονός ότι σε κάθε σημείο ενός αντικείμενου αντιστοιχεί ένα σημείο του ειδώλου και αντίστροφα. Αν το σύστημα παρουσιάζει σ. για όλα τα σημεία του αντικείμενου (ή αντίστροφα του ειδώλου) τότε… …   Dictionary of Greek

  • βουλλώνω — (Μ βουλλώνω) 1. σφραγίζω κάτι με βούλλα 2. σφραγίζω, κλείνω κάτι ερμητικά 3. βάζω σε κάποιον ή κάτι σημάδι για αναγνώριση 4. σημαδεύω, στιγματίζω με πυρακτωμένο σίδερο 5. επικυρώνω νεοελλ. 1. σκεπάζω με το πώμα, με το καπάκι 2. φράζομαι, παθαίνω… …   Dictionary of Greek

  • διαστίζω — (AM διαστίζω) [στίζω] 1. χωρίζω λέξη ή φράση με τα σημεία στίξεως 2. γεμίζω με στίγματα κάτι ή κάποιον, διακοσμώ με στίγματα μσν. στιγματίζω, καυτηριάζω αρχ. μσν. διακρίνω, διαστέλλω, χωρίζω …   Dictionary of Greek

  • εγκαίω — ἐγκαίω (Α) 1. καίω, θερμαίνω 2. χαράζω με έγκαυση, στιγματίζω 3. (για τον ήλιο) καψαλίζω 4. ζωγραφίζω με την εγκαυστική, με χρώματα ανακατωμένα με κερί 5. βάζω φωτιά σε κάτι 6. (για πάθος) φλογίζω 7. προσφέρω θυσία …   Dictionary of Greek

  • επικαίω — ἐπικαίω και αττ. τ. ἐπικάω (Α) 1. ανάβω σ’ έναν τόπο, καίω σε βωμό 2. καίω κάτι στην επιφάνειά του, καψαλίζω, τσουρουφλίζω 3. καίω την κορυφή 4. καυτηριάζω 5. στιγματίζω, κάνω στίγμα με φωτιά («ἐπικαίω ἵππον») …   Dictionary of Greek

  • καστηριάζω — (Μ) στιγματίζω, σημαδεύω κάποιον με στίγμα, με έγκαυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυστηριάζω* (με απλοποίηση τού συμπλέγματος / fst / σε / st /)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»