-
1 στιγματίζω
[стигматизо] р. пятнать, клеймить,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στιγματίζω
-
2 клеймить
-
3 клеймить
-млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. клеймённый, βρ: -мён, -а, -оρ.δ. μ.1. σταμπάρω, μαρκάρω, σφραγίζω• στιγματίζω, σημαδεύω.2. επικρίνω δρμύτατα, κατακρίνω•трусов мы -им презрением τους δειλούς τους παραδίνομαι στην κοινή περιφρόνιση•
клеймить позором кого-н. στιγματίζω, στηλιτεύω κάποιον.
-
4 клеймить
клейм||и́тьнесов μαρκάρω, σημαδεύω, σταμπάρω· ◊ \клеймитьи́ть позором кого-л. στηλιτεύω, στιγματίζω κάποιον. -
5 позор
позорм τό αίσχος, ἡ ντροπή, τό ὅνει-δος, ἡ ἀτιμία, ἡ καταισχύνη:клеймить кого́-л. \позором στιγματίζω κάποιον, καταισχύνω κάποιον покрывать себя \позором ντροπιάζομαι· изгнать с \позором ντροπιάζω καί διώχνω κάποιον. -
6 позорный
позор||ныйприл ἀτιμος, ἐπονείδιστος:\позорныйный поступок ἡ ἐπονείδιστη πράξη· \позорныйное пятно́ τό στίγμα· ◊ пригвоздить к \позорныйному столбу́ στηλιτεύω, στιγματίζω. -
7 пригвождать
пригвождатьнесов, пригвоздить сов καθηλώ, καρφώνω· ◊ \пригвождать к позорному столбу στηλιτεύω, στιγματίζω. -
8 тавро
таврос τό στίγμα, ἡ μάρκα:накладывать \тавро στιγματίζω, μαρκάρω, καυτηριάζω. -
9 вкрапить
-плю, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вкрапленный, к. -ленный βρ: -лен, -а, -о, к. -лен, -лена, -лено, ρ.σ.μ.1. στιγματίζω, κάνω στίγματα.2. μτφ. εισάγω, παρεισάγω, παρεμβάλλω.εισάγομαι, πάρεισάγομαι, παρεμβάλλομαι. -
10 выжечь
-жгу, -жжешь, -жгут, παρλθ. χρ. выжег, -жгла, -жгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выжженный, βρ: -жжен, -а, -о ρ.σ.μ.1. καίω, κατακαίω, αποτεφρώνω• φλέγω, φλογίζω.2. διατρυπώ (μέ καυτό όργανο ή χημ. ουσία).(ιατρ.) καυτηριάζω.3. καίω για κάθαρση. || στιγματίζω με καύση. || πυρογραφώ.4. ψήνω•выжечь кирпичи ψήνω τούβλα.
-
11 выклеймить
-млю, -мишь ρ.σ.μ.1. στιγματίζω, σημαδεύω, βάζω στίγμα, σημάδι (γι.α αναγνώριση).2. διαστίζω, ποικίλλω με στίγματα. -
12 заклеймить
-млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заклейменный, βρ: -мен, -мена, -меноρ.σ.μ.1. στιγματίζω, εγκαίω. || μαρκάρω, σταμπάρω, σημαδεύω.2. μτφ. καταδικάζω, κατακρίνω. -
13 запятнать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запятнанный, βρ: -нан, -а, -о.1. κηλιδώνω, λεκιάζω, λερώνω.2. μτφ. καταισχύνω, καταντροπιάζω, μουντζουρώνω.3. στιγματίζω, χαράζω στίγματα με κάψιμο.4. (ε)γγίζω, χτυπώ με το χέρι, βγάζω εκτός παιγνιδιού.κηλιδώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
14 затаврить
-врю, -вришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затавренный, βρ: -врен, -врена, -вреноρ.σ.μ.(για ζώα) στιγματίζω, στίζω, εγκαίω. -
15 казнить
ρ.δ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. казнённый, βρ: -ённ, -нена, -нено.1. ρ.σ. εκτελώ θανατοποινίτη.2. βασανίζω, τυραγνώ, ταλαιπωρώ.3. μτφ. μαστιγώνω, στιγματίζω, κατακρίνω.1. εκτελούμαι (θανατώνομαι).2. βασανίζομαι, τυραγνιέμαι, ταλαιπωρούμαι.3. μτφ. μαστιγώνομαι, στιγματίζομαι, κατακρίνομαι, καταδικάζομαι. -
16 обличать
ρ.δ.μ.1. βλ. обличить.2. μαστιγώνω, καυτηριάζω καταδικάζω, κατακρίνω, στηλιτεύω, στιγματίζω•обличать взяточничество καυτηριάζω τη δωροδοκία.
3. φανερώνω, αποκαλύπτω, δείχνω, μαρτυρώ•всё -ает в нём талант όλα δείχνουν ότι αυτός έχει ταλέντο.
1. παλ. αποκαλύπτομαι, φανερώνομαι, εκδηλώνομαι.2. αποκαλύπτομαι ως ένοχος. -
17 позорный
επ., βρ: -рен, -рна, -рноαισχρός, επονείδιστος• ντροπιαστικός•-ое поведение αισχρή διαγωγή•
позорный поступок αισχρή πράξη•
-ое отступление ντροπιαστική υποχώρηση.
εκφρ.пригвоздить к позорному столбу – στιγματίζω, στηλιτεύω, επιτιμώ δημόσια (παλαιά τιμωρούσαν τον εγκληματία δένοντας τον σε στύλο της πλατείας). -
18 таврить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тавренный, βρ: -врн, -рена, -реноρ.σ.μ. στιγματίζω, καυτηριάζω.στιγματίζομαι, καυτηριάζομαι. -
19 татуировать
См. также в других словарях:
στιγματίζω — στιγματίζω, στιγμάτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στιγματίζω — ΝΜΑ [στίγμα, ατος] 1. δημιουργώ στίγματα με εγχάραξη ή με έγκαυση, σημαδεύω κάτι με στίγματα 2. μτφ. εγχαράσσω ηθικά στίγματα, κηλιδώνω, λερώνω (α. «στιγμάτισε με τη συμπεριφορά του το όνομα τής οικογένειας» β. «ὁ διὰ τοῡ βίου κηλίδων τὴν ψυχὴν… … Dictionary of Greek
στιγματίζω — στιγμάτισα, στιγματίστηκα, στιγματισμένος 1. προξενώ στίγματα. 2. κηλιδώνω, ατιμάζω. 3. επικρίνω: Στιγμάτισε τη συμπεριφορά ορισμένων υπουργών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καυτηριάζω — (ΑΜ καυτηριάζω) [καυτήρας] 1. ιατρ. καίω με τον καυτήρα ή με πυρακτωμένο σίδερο πάσχοντες ιστούς τού σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς, ενεργώ ιατρική καυτηρίαση 2. σχηματίζω με πυρακτωμένο σίδερο ένα σημάδι πάνω στο σώμα ζώου ή και ανθρώπου,… … Dictionary of Greek
προκαταστίζω — ΜΑ μσν. στιγματίζω, στηλιτεύω, προηγουμένως αρχ. μέσ. προκαταστίζομαι υποφέρω από τύψεις προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταστίζω «διαστίζω, στιγματίζω»] … Dictionary of Greek
στιγματισμός — Ιδιότητα ενός οπτικού συστήματος, που αναφέρεται στο γεγονός ότι σε κάθε σημείο ενός αντικείμενου αντιστοιχεί ένα σημείο του ειδώλου και αντίστροφα. Αν το σύστημα παρουσιάζει σ. για όλα τα σημεία του αντικείμενου (ή αντίστροφα του ειδώλου) τότε… … Dictionary of Greek
βουλλώνω — (Μ βουλλώνω) 1. σφραγίζω κάτι με βούλλα 2. σφραγίζω, κλείνω κάτι ερμητικά 3. βάζω σε κάποιον ή κάτι σημάδι για αναγνώριση 4. σημαδεύω, στιγματίζω με πυρακτωμένο σίδερο 5. επικυρώνω νεοελλ. 1. σκεπάζω με το πώμα, με το καπάκι 2. φράζομαι, παθαίνω… … Dictionary of Greek
διαστίζω — (AM διαστίζω) [στίζω] 1. χωρίζω λέξη ή φράση με τα σημεία στίξεως 2. γεμίζω με στίγματα κάτι ή κάποιον, διακοσμώ με στίγματα μσν. στιγματίζω, καυτηριάζω αρχ. μσν. διακρίνω, διαστέλλω, χωρίζω … Dictionary of Greek
εγκαίω — ἐγκαίω (Α) 1. καίω, θερμαίνω 2. χαράζω με έγκαυση, στιγματίζω 3. (για τον ήλιο) καψαλίζω 4. ζωγραφίζω με την εγκαυστική, με χρώματα ανακατωμένα με κερί 5. βάζω φωτιά σε κάτι 6. (για πάθος) φλογίζω 7. προσφέρω θυσία … Dictionary of Greek
επικαίω — ἐπικαίω και αττ. τ. ἐπικάω (Α) 1. ανάβω σ’ έναν τόπο, καίω σε βωμό 2. καίω κάτι στην επιφάνειά του, καψαλίζω, τσουρουφλίζω 3. καίω την κορυφή 4. καυτηριάζω 5. στιγματίζω, κάνω στίγμα με φωτιά («ἐπικαίω ἵππον») … Dictionary of Greek
καστηριάζω — (Μ) στιγματίζω, σημαδεύω κάποιον με στίγμα, με έγκαυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυστηριάζω* (με απλοποίηση τού συμπλέγματος / fst / σε / st /)] … Dictionary of Greek