Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στημονονητικός

См. также в других словарях:

  • στημονονητικός — ή, όν, Α (μόνον στη φρ.) «τέχνη στημονονητική» η κλωστική. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήμων, ονος + νητικός (< νέω [II] «γνέθω, κλώθω»)] …   Dictionary of Greek

  • στημονονητική — στημονονητικός of spinning fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στημονονητικήν — στημονονητικός of spinning fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»