-
1 στημονονητικος
-
2 στημονονητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στημονονητικός
-
3 στημονονητικός
στημονο-νητικός, ή, όν, die Kunst des Webens -
4 στημονονητική
στημονονητικόςof spinning: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 στημονονητικήν
στημονονητικόςof spinning: fem acc sg (attic epic ionic) -
6 στημονητικός
στημονητικός, zum Faden od. zum Aufzuge gehörig, f. l. für στημονονητικός.
См. также в других словарях:
στημονονητικός — ή, όν, Α (μόνον στη φρ.) «τέχνη στημονονητική» η κλωστική. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήμων, ονος + νητικός (< νέω [II] «γνέθω, κλώθω»)] … Dictionary of Greek
στημονονητική — στημονονητικός of spinning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στημονονητικήν — στημονονητικός of spinning fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)