-
1 στημονονητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στημονονητικός
-
2 στημονονητική
στημονονητικόςof spinning: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
3 στημονονητικήν
στημονονητικόςof spinning: fem acc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
στημονονητικός — ή, όν, Α (μόνον στη φρ.) «τέχνη στημονονητική» η κλωστική. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήμων, ονος + νητικός (< νέω [II] «γνέθω, κλώθω»)] … Dictionary of Greek
στημονονητική — στημονονητικός of spinning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στημονονητικήν — στημονονητικός of spinning fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)