-
1 στειρα
Iэп.-ион. στείρη ἥ [στερεός] мор. стем, форштевень ( верхнее продолжение киля) Hom.IIἥ [στεῖρος]1) яловка(βοῦς σ. Hom.)
2) бесплодная женщина NT. -
2 στεῖρα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > στεῖρα
-
3 στείρα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > στείρα
-
4 στεῖρα
бесплоднаяστείρᾳΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στεῖρα
-
5 στείρᾳ
бесплоднойστεῖραΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στείρᾳ
-
6 στείρα
η1) бесплодная женщина; 2) бесплодная, яловая самка -
7 στεῖρα
неплодный, бесплодный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στεῖρα
-
8 στείρα
[сгира] ουσ. Θ. бесплодная женщина,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στείρα
-
9 στείρα
[сгира] ουσ θ бесплодная женщина. -
10 στειρη
-
11 4723
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4723
См. также в других словарях:
στείρα — στείρᾱ , στεῖρα 1 forepart of a ship s keel fem nom/voc/acc dual στείρᾱ , στεῖρα 2 that has not brought forth young fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στείρᾳ — στείρᾱͅ , στεῖρα 1 forepart of a ship s keel fem dat sg (attic doric aeolic) στείρᾱͅ , στεῖρα 2 that has not brought forth young fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεῖρα — 1 forepart of a ship s keel fem nom/voc sg στεῖρα 2 that has not brought forth young fem nom/voc sg στεῖρος barren neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στείρα — (I) η / στεῑρα, ΝΜΑ, ιων. τ. στείρη Α νεοελλ. ναυτ. ισχυρή χαλύβδινη δοκός ή χαλύβδινο κατασκεύασμα που υψώνεται κατακόρυφα από την τρόπιδα τού σκάφους στο πρωραίο άκρο του και πάνω στην οποία καταλήγουν και καρφώνονται τα ελάσματα τής εξωτερικής … Dictionary of Greek
στείρα — η είδος ψαριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στείρας — στείρᾱς , στεῖρα 1 forepart of a ship s keel fem acc pl στείρᾱς , στεῖρα 1 forepart of a ship s keel fem gen sg (attic doric aeolic) στείρᾱς , στεῖρα 2 that has not brought forth young fem acc pl στείρᾱς , στεῖρα 2 that has not brought forth… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στειρῶν — στεῖρα 1 forepart of a ship s keel fem gen pl στεῖρα 2 that has not brought forth young fem gen pl στειρόω make barren pres part act masc voc sg (doric aeolic) στειρόω make barren pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) στειρόω make… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεῖραι — στεῖρα 1 forepart of a ship s keel fem nom/voc pl στεῖρα 2 that has not brought forth young fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεῖραν — στεῖρα 1 forepart of a ship s keel fem acc sg στεῖρα 2 that has not brought forth young fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στείραις — στεῖρα 1 forepart of a ship s keel fem dat pl στεῖρα 2 that has not brought forth young fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στείραισι — στεῖρα 1 forepart of a ship s keel fem dat pl (epic ionic aeolic) στεῖρα 2 that has not brought forth young fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)