-
1 στεφανουχος
-
2 στεφανοῦχος
στεφᾰνοῦχος, ον,A wearing a crown, AP7.88 (D.L.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφανοῦχος
-
3 στεφανοῦχος
στεφαν-οῦχος, einen Kranz od. Kränze habend -
4 στεφανούχον
στεφανοῦχοςwearing a crown: masc /fem acc sgστεφανοῦχοςwearing a crown: neut nom /voc /acc sg -
5 στεφανοῦχον
στεφανοῦχοςwearing a crown: masc /fem acc sgστεφανοῦχοςwearing a crown: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
στεφανούχος — ον, Α αυτός που φορεί στέφανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + οῦχος*] … Dictionary of Greek
στεφανοῦχον — στεφανοῦχος wearing a crown masc/fem acc sg στεφανοῦχος wearing a crown neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek