-
1 στερρώς
-
2 στερρῶς
-
3 στερρός
A stiff, firm, solid,πόροι Ti.Locr.101a
([comp] Comp.); of earth, opp. χαῦνος, v.l. in Arist.Pr. 934b11; of water, frozen,ῥεῖθρον Hdn.6.7.7
; also, hard, Plu.2.725d ([comp] Comp.); stiff, strong,δόρυ E.Supp.7.11
; σ. ἀντικνήμιον stiff, numb with age, Ar.Ach. 218: [comp] Comp.-ότερος, δέρμα Gal.6.32
.2 hard, rugged, uneasy, (anap.); σ. τροφή hard fare, Luc.Lex. 23. Adv.,στερρότατα βιῶσαι Id.Macr.8
.3 metaph., stubborn, hard, cruel,ἀνάγκης σ. δῖναι A.Pr. 1052
(anap.), cf. E.Hec. 1295 (anap.); σ. δαίμων, ἀλγηδόνες, Id.Andr.98, Med. 1031; . Adv. στερρῶς stiffly, obstinately, X.An.3.1.22;στερρῶς φέρειν χρὴ συμφοράς Men.Mon. 480
; tightly,ἐμφραττέτω τὰ ὦτα Paul.Aeg.3.24
.------------------------------------στερρός (B), όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στερρός
См. также в других словарях:
στερρῶς — στερρός firm adverbial στερρός firm adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός … Dictionary of Greek