-
1 στερεοσκοπικός
η, ό[ν] стереоскопический;στερεοσκοπικός κινηματόγραφος — стереокино
-
2 στερεοσκοπικός
[сгэрэоскопикос]εκ. стереоскопический,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στερεοσκοπικός
-
3 στερεοσκοπικός
[сгэрэоскопикос] επ стереоскопический. -
4 стереоскопический
στερεοσκοπικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стереоскопический
-
5 индикатор
ο ενδείκτης, ο δείκτης- газа предохранительный горн. о ανιχνευτής αερίων- курса маяка бортовой (система слепой посадки) - πορείας φάρου (σύστημα τυφλής προσγείωσης)маршрутный ж.-д. - πορείαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > индикатор
-
6 кино
ο κινηματογράφοςстереоскопическое - στερεοσκοπικός -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кино
-
7 стереокино
стереокинос нескл. ὁ στερεοσκοπικός κινηματογράφος. -
8 стереоскопический
стереоскоп||ическийприл στερεοσκοπικός:\стереоскопическийи́ческий фильм ὁ στερεοσκοπική ταινία. -
9 stereoscopic
[steriə'skopik]((of films, pictures etc) filmed, shown etc by an apparatus taking or showing two photographs at different angles, so that a three-dimensional image is produced.) στερεοσκοπικός -
10 стереоскопический
επ.στερεοσκοπικός.
См. также в других словарях:
στερεοσκοπικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεοσκοπία («στερεοσκοπική εικόνα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεοσκοπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη] … Dictionary of Greek