-
1 στερέωμα
στερέωμαsolid body: neut nom /voc /acc sg -
2 στερέωμα
στερέωμα, ατος, τό (στερεόω; in var. senses of someth. solid: Aristot. et al.; Herm. Wr. 514, 12 Sc.; PGM 4, 1210; IDefixWünsch 4, 22; LXX, En; TestSol 20:12, 17; TestAbr B 12 p. 116, 12 [Stone p. 80]; TestJob 8:1; ApcMos; Mel. 82, 615; Ath. 24, 5) prim. ‘the solid part’.① the sky as a supporting structure, the firmament (Gen 1:6ff; En 18:2; Philo, Op. M. 36; TestNapht 3:4; IDefixAudollent 242, 8 [III A.D.]) 1 Cl 27:7 (Ps 18:2).② state or condition of firm commitment, firmness, steadfastness τῆς πίστεως Col 2:5 (cp. 1 Macc 9:14 [military sense]).—DELG s.v. στεῖρα, B στερεός. M-M. TW. -
3 στερέωμα
-ατος + τό N 3 11-0-5-9-5=30 Gn 1,6.7(ter).8firmness Ps 72(73),4; strength (metaph.) Ps 17(18),3; solid part, strength (of an army) 1 Mc 9,14; foundation, firm place 1 Ezr 8,78; confirmation, ratification (of a letter) Est 9,29; firmament Gn 1,6; dome, firmament, sky Ex 24,10, see also Ez 1,22. 23.25, 10,1Cf. HARL 1986a, 89; WEVERS 1990 385; 1993 3; →MM; TWNT -
4 στερέωμα
2 foundation or framework, e.g. the skeleton, on which the body is, as it were, built, Arist.PA 655a22; στερεώματος ἕνεκα τοῦ περιτρήτου to strengthen it, Hero Bel.95.8: metaph., solid part, strength of an army, LXX 1 Ma.9.14; also, ratification, ἐπιστολῆς ib.Es.9.29; steadfastness,τῆς πίστεως Ep.Col.2.5
.3 = στεῖρα (of a ship), Thphr. HP5.7.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στερέωμα
-
5 στερεωμάτων
στερέωμαsolid body: neut gen pl -
6 στερεώμασιν
στερέωμαsolid body: neut dat pl -
7 στερεώματα
στερέωμαsolid body: neut nom /voc /acc pl -
8 στερεώματι
στερέωμαsolid body: neut dat sg -
9 στερεώματος
στερέωμαsolid body: neut gen sg -
10 στήριγμα
A support, foundation, χερὸς.. στηρίγματα the support of one's hand, E.IA 617; στηρίγματ' οἴκου, of children, Trag.Adesp.427;θνητῶν σ. κραταιόν Orph.H.18.7
;περιπλοκῆς δεῖται καὶ στηρίγματος Plu.2.649c
, cf. Ph.1.644: in pl., of a tower, J.BJ2.17.8.4 = στερέωμα 4, PMag.Lond.121.509.5 τὸ λοιπὸν τοῦ ς. the rest of the multitude, LXX 4 Ki.25.11.6 pl., surgical supports, = ἀποστηρίγματα, distd. fr. ἑρμάσματα, Gal.18(2).917.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στήριγμα
-
11 στέρωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στέρωμα
-
12 στεῖρα
A forepart of a ship's keel, continued into the stem or cutwater, , Od.2.428: cf.στείρωμα, στερέωμα 3
, στήριγμα ( στείρη only in An.Ox. 3.396).II f.l. for σπεῖρα in Poll.2.31.------------------------------------στεῖρα (B), ἡ, a cow or other animalA that has not brought forth young,στεῖραν βοῦν.. ῥέξειν Od.10.522
;αἶγα στεῖραν PCair.Zen.429.15
(iii B.C.).II of women, barren, Diocl.Fr.29, LXX Ge.11.30, 25.21, Ev.Luc.1.7,36; Μοῖρα ς. AP7.468 (Mel.);στείρῃσι γυναιξί Orph.L. 459
; of women past childbearing, Hp.Mul.2.127: metaph., στεῖρα διάνοια, φύσις, ψυχή, Ph.1.441, 636, 478.2 not having had offspring, virgin, Lyc.670, Luc.Tim.17. (Cf. Skt. star[imacracute]s 'barren cow, heifer', Lat. sterilis.)
См. также в других словарях:
στερέωμα — solid body neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερέωμα — το, ΝΜΑ [στερεῶ, ώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στερεώνω, στερέωση 2. βάση, θεμέλιο πάνω στο οποίο στερεώνεται κάτι 3. το άπειρο διάστημα στο οποίο βρίσκονται τα ουράνια σώματα, ο ουράνιος θόλος (α. «το άπειρο στερέωμα» β. «γενηθήτω τὸ… … Dictionary of Greek
στερέωμα — το 1. σταθεροποίηση, στερέωση: Δεν έγινε καλά τοστερέωμα αυτής της κολόνας. 2. μέσο για στερέωση: Έβαλαν στερεώματα στον ετοιμόρροπο τοίχο. 3. ουρανός: Λάμπουν τα αστέρια στο στερέωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στερεωμάτων — στερέωμα solid body neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεώμασιν — στερέωμα solid body neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεώματα — στερέωμα solid body neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεώματι — στερέωμα solid body neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεώματος — στερέωμα solid body neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
твердь — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. στερέωμα) видимое небо; (ὀχύρωμα) твердыня. … … Словарь церковнославянского языка
ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… … Dictionary of Greek