-
1 στήριγγα
στή̱ριγγα, στῆριγξsupport: fem acc sg -
2 στήριγμα
A support, foundation, χερὸς.. στηρίγματα the support of one's hand, E.IA 617; στηρίγματ' οἴκου, of children, Trag.Adesp.427;θνητῶν σ. κραταιόν Orph.H.18.7
;περιπλοκῆς δεῖται καὶ στηρίγματος Plu.2.649c
, cf. Ph.1.644: in pl., of a tower, J.BJ2.17.8.4 = στερέωμα 4, PMag.Lond.121.509.5 τὸ λοιπὸν τοῦ ς. the rest of the multitude, LXX 4 Ki.25.11.6 pl., surgical supports, = ἀποστηρίγματα, distd. fr. ἑρμάσματα, Gal.18(2).917.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στήριγμα
См. также в других словарях:
στήριγγα — η / στῆριγξ, ήριγγος, ΝΑ, και λόγιος τ. στήριγξ Ν νεοελλ. ναυτ. α) καθένας από τους μεταλλικούς στυλίσκους που είναι στερεωμένοι από τη μία και την άλλη πλευρά τής σκάλας τού πλοίου, στο πάνω άκρο τών οποίων στερεώνονται οι χειραγωγοί, κν.… … Dictionary of Greek
στήριγγα — στή̱ριγγα , στῆριγξ support fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)