-
1 στενόχωρα
См. также в других словарях:
λυπρόβιος — λυπρόβιος, ον (Α) αυτός που ζει άθλια ζωή, στερημένα, στενόχωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός* + βιος (< βίος), πρβλ. λιμνό βιος, νυκτερό βιος] … Dictionary of Greek
τσίμα — η, Ν (συν. στην φρ.) «τσίμα τσίμα» i) άκρη άκρη ii) με πολλή δυσκολία, μόλις και μετά βίας («τά φέρνουμε τσίμα τσίμα» ζούμε πολύ στενόχωρα, μόλις και εξοικονομούμε τα αναγκαία) iii) (σχετικά με γεμάτο σκεύος) ώς τα χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cima … Dictionary of Greek