Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στελέφουρος

См. также в других словарях:

  • στελέφουρος — haresfoot plantain masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στελεφούρος — ο / στελεφοῡρος, ΝΑ, και στελέφουρος Ν το φυτό αρνόγλωσσο …   Dictionary of Greek

  • όρτυξ — ο (Α ὄρτυξ, υγος και υκος, ὁ και ἡ) λόγια ονομασία τού ορτυκιού αρχ. είδος φυτού, ο στελεφούρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το εκφραστικό επίθημα υξ της λέξης απαντά και σε άλλα ονόματα πτηνών (πρβλ. βαίβυξ, ίβυξ, κόκκυξ). Το αρκτικό F πoυ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»