-
1 σταθμέω
-
2 ζυγο-σταθμέω
ζυγο-σταθμέω, wägen, Tzetz. ad Lycophr. 270.
-
3 κοιλο-σταθμέω
κοιλο-σταθμέω, mit gewölbter Decke versehen, LXX.
-
4 βαρυ-σταθμέω
βαρυ-σταθμέω, schwer wiegen, Diosc.
-
5 ἀντι-σταθμέω
ἀντι-σταθμέω, = ἀντισηκόω, VLL.
-
6 ἰσο-σταθμέω
ἰσο-σταθμέω, gleichwiegen, Suid.
-
7 σταθμάω
σταθμάω, ion. σταϑμέω, mit dem Richtscheit messen, abmessen; πλέϑρου σταϑμήσας μῆκος εἰς εὐγώνιον, Eur. Ion 1137; – gew. als dep. med. σταϑμάομαι, σταϑμᾶτο ἄλσος, Pind. Ol. 11, 45; σταϑμεύμενοι, Her. 8, 130; auch abwägen, wägen, ταλάντῳ μουσικὴ σταϑμήσεται, passiv., Ar. Ran. 796; μετρεῖν ἢ σταϑμᾶσϑαι, Plat. Legg. I, 643 c; Gewicht oder Werth auf Etwas legen, schätzen, Lys. 205 a. – Uebtr., erwägen, ermessen, beurtheilen, Her. σταϑμ ησάμενος, ὅκως ἐξελεύσεταί οἱ τὸ λοιπὸν τοῠ ποδός, 9, 37; χρή τι κἀμὲ σταϑμᾶσϑαι, Soph. O. R. 1111. Auch = vermuthen, schließen aus einer Sache, πρήγματι σταϑμήσασϑαι, Her. 2, 2, vgl. 8, 130, u. s. σταϑμόω.
-
8 βαρυσταθμέω
-
9 ζυγοσταθμέω
-
10 ἰσοσταθμέω
-
11 κοιλοσταθμέω
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский