Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σταϑμά

См. также в других словарях:

  • στάθμα — στάθμᾱ , στάθμη carpenter s line fem nom/voc/acc dual στάθμᾱ , στάθμη carpenter s line fem nom/voc sg (doric aeolic) στάθμᾱ , σταθμάω measure by rule pres imperat act 2nd sg στάθμᾱ , σταθμάω measure by rule imperf ind act 3rd sg (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμά — τα / σταθμά, ΝΜΑ, εν. σταθμόν, τὸ, Α στερεά σώματα από μέταλλο που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση τής μάζας ή τού βάρους, με αποτυπωμένη επάνω τους την ένδειξη τού ονομαστικού τους βάρους, βαρίδια, ζύγια νεοελλ. φρ. «έχει δύο μέτρα και δύο… …   Dictionary of Greek

  • σταθμά — τα 1. μέτρα βάρους με τα οποία γίνεται η μέτρηση του βάρους στη ζυγαριά, ζύγια. 2. φρ., «Έχει δύο μέτρα και δύο σταθμά», δεν εκτιμά με τα ίδια κριτήρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στάθμᾳ — στάθμαι , στάθμη carpenter s line fem nom/voc pl στάθμᾱͅ , στάθμη carpenter s line fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμᾷ — σταθμάομαι measure by rule pres subj mp 2nd sg σταθμάομαι measure by rule pres ind mp 2nd sg (epic) σταθμάω measure by rule pres subj mp 2nd sg σταθμάω measure by rule pres ind mp 2nd sg (epic) σταθμάω measure by rule pres subj act 3rd sg σταθμάω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμά — σταθμόν weight neut nom/voc/acc pl σταθμός standing place neut nom/voc/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάθμαν — στάθμᾱν , στάθμη carpenter s line fem acc sg (doric aeolic) στάθμᾱν , σταθμάω measure by rule imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) στάθμᾱν , σταθμάω measure by rule imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάθμας — στάθμᾱς , στάθμη carpenter s line fem acc pl στάθμᾱς , στάθμη carpenter s line fem gen sg (doric aeolic) στάθμᾱς , σταθμάω measure by rule imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμάσθω — σταθμά̱σθω , σταθμάομαι measure by rule pres imperat mp 3rd sg σταθμά̱σθω , σταθμάω measure by rule pres imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζύγι — και ζύγιο, το (AM ζύγιον, Μ και ζύγιν και ζυγίν) 1. η εξακρίβωση και ο καθορισμός με σταθμά τού βάρους ενός σώματος, ζύγισμα, ζύγιασμα, ζυγοστάθμιση 2. στον πληθ. τα ζύγια ή ζυγά τα εγκάρσια καθίσματα που ενώνουν τις απέναντι πλευρές πλοίου ή… …   Dictionary of Greek

  • τάλαντο — Μονάδα βάρους. Αρχικά σήμαινε ζυγαριά, έπειτα όμως και οτιδήποτε ζυγίζεται, επομένως και μονάδα βάρους ή ορισμένο χρηματικό ποσόν, που ήταν διαφορετικό κατά τόπους. Είναι αδύνατο να καθοριστεί το βάρος του ομηρικού τ. Ο Ηρόδοτος αναφέρει δύο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»