-
21 φθειροκτόνον
φθειρο-κτόνον, τό,A = σταφὶς ἀγρία, Ps.-Dsc.4.152.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθειροκτόνον
-
22 ψευδοπαθές
ψευδο-πᾰθές, τό,A = σταφὶς ἀγρία, Ps.-Dsc.4.152.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψευδοπαθές
-
23 ἀπάνθρωπος
ἀπάνθρωπ-ος, ον,A far from man: hence,I desert, desolate, τῶδ' ἀπανθρώπῳ πάγῳ, of Caucasus, A.Pr.20;ἀ. ἡ γῆ Luc.Prom.11
.2 ἀπάνθρωπον, τό, violence, drastic nature, of remedies, Philum.Ven.2.5.II of men and their deeds, inhuman, savage, S.Fr. 1020;ἀπάνθρωπα διαπεπραγμένοι D.H.6.81
;ἀ. ἐπιστολαί PFlor.367.4
(iii A.D.); unsocial, misanthropic, ([comp] Comp.), cf. J.AJ8.4.3, Gal.5.54 ([comp] Comp.). Adv.- πως J.AJ6.13.6
, Luc.Tim.35, Philostr.VA1.21.2 χρόα οὐκ ἀ. not unpleasing, Plu.2.54e, Cat.Mi.5.III ἀπάνθρωπον, τό, = σταφὶς ἀγρία, Ps.-Dsc.4.152.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπάνθρωπος
-
24 ἀρνοπολέμιον
ἀρνο-πολέμιον, τό,A = σταφὶς ἀγρία, Ps.-Dsc.4.152.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρνοπολέμιον
-
25 ἀρσενωπή
A = σταφὶς ἀγρία, Ps.-Dsc.4.152.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρσενωπή
-
26 ἡλιόπεπτος
ἡλιό-πεπτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιόπεπτος
-
27 γίγαρτον
Grammatical information: n.Derivatives: γιγαρτίς σταφίς H., γιγαρτώδης `stone-like' (Thphr.); γιγαρτώνιον `unripe grape' (Dsc.)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Reduplicated formation. Often connected with Lat. grānum, NHG Korn, Kern, which is formally improbable. Rather un-IE, i.e. a Pre-Greek word..Page in Frisk: 1,305Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γίγαρτον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σταφίς — dried grapes fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφίς — ίδος, ἡ, ΜΑ βλ. σταφίδα … Dictionary of Greek
σταφίδα — σταφίς dried grapes fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφίδας — σταφίς dried grapes fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφίδες — σταφίς dried grapes fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφίδι — σταφίς dried grapes fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφίδος — σταφίς dried grapes fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφίδων — σταφίς dried grapes fem gen pl σταφιδόω dry grapes imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) σταφιδόω dry grapes imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφίσι — σταφίς dried grapes fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφίσιν — σταφίς dried grapes fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασταφίς — ἀσταφίς και ὀσταφίς και σταφίς, η (Α) 1. η σταφίδα 2. το κρασί που παρασκευάζεται από σταφίδα, ο σταφιδίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλοι τ. οσταφίς (σπάνιος) και σταφίς (Ιπποκρ., θεόκρ.) από τους οποίους ο τ. ασταφίς (Ιων.… … Dictionary of Greek