-
1 στατίζω
στατίζω, στατίζομαι, poet. statt ἵστημι, ἵσταμαι, im med., Eur. Alc. 90. Das act. braucht Eur. aber auch in intrans, Bdtg, sich stellen, stehen, πρὸς ἕδρας Ἀσιήτιδες δμωαὶ στατίζουσι, Eur. El. 316.
См. также в других словарях:
στατίζω — Α [στατός] 1. τοποθετώ 2. στατιωνίζω* 3. (το μεσ.) στατίζομαι α) στέκομαι κάπου β) προσδιορίζω, αποδεικνύω … Dictionary of Greek