-
1 στασιαστικος
-
2 στασιαστικός
στασιαστικός, aufrührerisch; Ggstz πολιτικός, Plat. Prot. 303 c; στασιαστικῶς ἔχειν, Ggstz von ὁμονοητικῶς ἔχειν, = στασιάζειν, Phaedr. 263 a; vgl. κακῶς ἔχοντας πρὸς ἑαυτοὺς καὶ στασιαστικῶς, Dem. 18, 61; u. Sp., στασιαστικὰ πράττειν, D. Cass. 57, 4.
-
3 στασιαστικός
στασιαστικόςseditious: masc nom sg -
4 στασιαστικός
-
5 στασιαστικός
η, ό[ν] мятежный, повстанческий; бунтарский -
6 στασιαστικός
[стасиастикос] επ повстанческий. -
7 στασιαστικός
A seditious, factious, opp. πολιτικός, Pl.Plt. 303c;λόγοι Aeschin.3.208
; πράττειν οὐδὲν ς. Plu.Cor.6. Adv., - κῶς ἔχειν to be factious,πρός τινας D.9.21
, 18.61; σ. χρῆσθαι τοῖς ὀστρακισμοῖς in a factious spirit, Arist.Pol. 1284b22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στασιαστικός
-
8 στασιαστικός
1) rebellious2) seditiousΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > στασιαστικός
-
9 κατα-στασιαστικός
κατα-στασιαστικός, ή, όν, aufrührerisch, ϑροῦς Heliod. 7, 19.
-
10 στασιαστικά
στασιαστικόςseditious: neut nom /voc /acc plστασιαστικά̱, στασιαστικόςseditious: fem nom /voc /acc dualστασιαστικά̱, στασιαστικόςseditious: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
11 στασιαστικώτερον
στασιαστικόςseditious: adverbial compστασιαστικόςseditious: masc acc comp sgστασιαστικόςseditious: neut nom /voc /acc comp sg -
12 στασιαστικόν
στασιαστικόςseditious: masc acc sgστασιαστικόςseditious: neut nom /voc /acc sg -
13 στασιαστικούς
στασιαστικόςseditious: masc acc pl -
14 στασιαστική
στασιαστικόςseditious: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
15 στασιαστικήν
στασιαστικόςseditious: fem acc sg (attic epic ionic) -
16 στασιαστικών
-
17 στασιαστικῶν
-
18 εὐ-μετά-θετος
εὐ-μετά-θετος, leicht umzustellen, umzustimmen, z. B. πρὸς ἔλεον, Plut. reipubl. ger. praec. 3; veränderlich, καὶ ταραχώδης καὶ στασιαστικός Plut. Dio 53.
-
19 στασιαστικοίς
-
20 στασιαστικοῖς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στασιαστικός — seditious masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιαστικός — ή, ό / στασιαστικός, ή, όν, ΝΜΑ [στασιάζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στασιαστή, αυτός που προκαλεί στασιασμό (α. «στασιαστική συγκέντρωση» β. «οὐκ ὄντας πολιτικοὺς ἀλλὰ στασιαστικούς», Πλάτ. γ. «πράττειν οὐδὲν στασιαστικόν», Πλούτ.).… … Dictionary of Greek
στασιαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη στάση: Ξεσήκωσε πολλούς με στασιαστικούς λόγους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στασιαστικά — στασιαστικός seditious neut nom/voc/acc pl στασιαστικά̱ , στασιαστικός seditious fem nom/voc/acc dual στασιαστικά̱ , στασιαστικός seditious fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιαστικώτερον — στασιαστικός seditious adverbial comp στασιαστικός seditious masc acc comp sg στασιαστικός seditious neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιαστικῶν — στασιαστικός seditious fem gen pl στασιαστικός seditious masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιαστικόν — στασιαστικός seditious masc acc sg στασιαστικός seditious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιαστικοῖς — στασιαστικός seditious masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιαστικούς — στασιαστικός seditious masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιαστική — στασιαστικός seditious fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιαστικήν — στασιαστικός seditious fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)