-
1 σταματώ
[стамато] р. (μτβ.) останавливать, задерживать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σταματώ
-
2 прекращать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прекращать
-
3 останавливать
останавливатьнесов1. (движение и т. п.) σταματώ / διακόπτω (прерывать):\останавливать поезд σταματώ τό τραίνο·2. (задерживать, удерживать) συγκρατώ, ἀναχαιτίζω, σταματώ:\останавливать шалуна́ συγκρατώ τό ἄτακτο παιδί·3. (сосредоточивать):\останавливать виима́ние на чем-л. ἐφελκύω τήν προσοχή πάνω σέ κάτι· \останавливать взор на ком-л., на чем-л. προσηλώνω τό βλέμμα· \останавливать свой выбор διαλέγω· ◊ \останавливать кровь σταματώ τό αίμα \останавливаться1. στέκομαι, σταματώ·2. (в гостинице и т. ἡ.) (δια)μένω·3. (удерживаться) σταματώ, συγκρατοῦμαι· не \останавливаться перед тру́дностями δέν σταματώ μπροστά στις δυσκολίες· ни перед чем не \останавливаться δέν σταματώ μπροστά σέ τίποτε·4. (сосредоточиваться, задерживаться на чем-л.) στέκομαι:\останавливаться на чем-л. στέκομαι πάνω σέ κάποιο ζήτημα -
4 остановить
-овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. остановленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. σταματώ•остановить лошадь σταματώ το άλογο•
остановить прохожего σταματώ το διαβάτη•
остановить машину σταματώ τη μηχανή.
2. διακόπτω•остановить игру σταματώ το παιγνίδι•
-ви его, он стал говорить глупо сти σταμάτησε τον, άρχισε να λέει ανοησίες.
|| αναβάλλω, διακόπτω προσωρινά•остановить работы σταματώ τις εργασίες.
3. (για βλέμμα, προσοχή, σκέψη κ.τ.τ.) συγκεντρώνω; ρίχνω καρφώνω, καθηλώνω•остановить свой выбор διαλέγω εκείνο που μου αρέσει.
|| συγκρατώ, αναχαιτίζω, ανακόπτω.1. σταματώ•часы -лись το ρο-λόγι σταμάτησε.
|| καταλύω•он -лся в гостинице αυτός κατέλυσε στο ξενοδοχείο.
2. διακόπτομαι•работа -лась η δουλειά σταμάτησε.
3. κρατιέμαι, συγκρατιέμαι.4. (για βλέμμα, προσοχή κ.τ.τ.) συγκεντρώνομαι, καρφώνομαι, προσηλώνομαι. || (για εκλογή) μου κάθεται στο μάτι, μου γουστάρει πολύ.εκφρ.ни перед чем не остановить – δε σταματώ μπροστά σε τίποτε τα παίζω όλα για όλα, είμαι αδίστακτος. -
5 перестать
перестать 1) παύω, σταματώ· \перестатьньте! φτάνει!, πάψτε! 2) (о дожде, снеге) σταματώ· дождь \перестатьл σταμάτησε η βροχή* * *1) παύω, σταματώпереста́ньте! — φτάνει!, πάψτε!
2) (о дожде, снеге) σταματώдождь переста́л — σταμάτησε η βροχή
-
6 замять
-мну, -мнешьρ.σ.μ.1. ζουπώ, -ίζω, πατώ, θλίβω, πιέζω.2. σταματώ, ανακόπτω, κόβω•замять скандал σταματώ τον καβγά•
замять разговор σταματώ τη συνομιλία.
|| τραΒώ την προσοχή• αποσιωπώ, σκεπάζω.1. συγχύζομαι, τα χάνω, ακινητώ.2. κομπιάζω, δεν έχω τι ναπώ, δε βρίσκω,την κατάλληλη λέξη.3. σταματώ, κόβομαι, αναστέλλομαι. -
7 приостановить
ρ.σ.μ. σταματώ προσωρινά, συγκρατώ, καθυστερώ για λίγο• ανακόπτω, αναστέλλω• αναχαιτίζω•приостановить работу σταματώ προσωρινά την εργασία•
приостановить наступление противника αναχαιτίζω την επίθεση του αντίπαλου•
кровотечение σταματώ την αιμορραγία.
σταματώ προσωρινά, ανακόπτομαι, αναστέλλομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
8 задержать
задержать, задерживать 1) καθυστερώ; σταματώ (остановить) \задержать противника στα ματώ τον εχθρό \задержать ответ κα θυστερώ την απάντηση меня задержали με καθυστέρησαν 2) (арестовать) συλλαβαίνω, πιάνω 3) (приостановить) κρατώ \задержать дыхание κρατώ την αναπνοή \задержаться αργώ, καθυ στερώ; где вы так задержа лись? πού αργήσατε τόσο; Я немного задержусь θ' αργήσω λίγο* * *= задерживать1) καθυστερώ; σταματώ ( остановить)задержа́ть проти́вника — σταματώ τον εχθρό
задержа́ть отве́т — καθυστερώ την απάντηση
меня́ задержа́ли — με καθυστέρησαν
2) ( арестовать) συλλαβαίνω, πιάνω3) ( приостановить) κρατώзадержа́ть дыха́ние — κρατώ την αναπνοή
-
9 останавливать
-
10 прекратить
-ащу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прекращённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.διακόπτω, σταματώ, παύω, κόβω, τερματίζω•прекратить военные действия τερματίζω τις πολεμικές επιχειρήσεις (τις εχθροπραξίες)•
разговор κόβω την κουβέντα•
прекратить сношения κόβω σχέσεις•
прекратить беспорядки σταματώ τις αταξίες•
-ите работу! σταματήστε τη δουλειά!
σταματώ, παύω τερματίζομαι•дождь -йлся η βροχή σταμάτησε•
боль -лась ο πόνος σταμάτησε.
-
11 прикончить
ρ.σ.μ.1. τελειώνω, παύω, σταματώ κόβω•прикончить спор σταματώ τη συζήτηση.
|| εξαντλώ, τελειώνω, (απο)σώνω, νετάρω.2. αποτελειώνω, αποσκοτώνω.τελειώνω, σταματώ, παύω κόβω. -
12 выключать
1. (ток, напряжение, питание) διακόπτω, αποσυνδέω 2. (электро- или радиоустройство, что-л. из цепи) αποσυνδέω 3. (д.в.с, ядерный реактор) σταματώ, σβήνω 4. (сцепление) αποζευγνύω 5. (кон-тактор, командоаппарат и т.п.) ανοίγω (π.χ. την επαφή) 6. (воду, газ и т.п.) διακόπτω/σταματώ (τη ροή) 7. (исключать) διαγράφω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выключать
-
13 порвать
1. (разорвать, изорвать) (ξε)σχί-ζω 2. (повредить, нарушить, разрушить) διακόπτω, σταματώ 3. (прекратить) διακόπτω, σταματώ, αποκόπτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > порвать
-
14 производство
1. (процесс, изготовление) η παραγωγ/ή, η κατασκευή *задержка в - е καθυστέρηση στην -свёртывать - κλείνω/σταματώ την -средства - а эк. μέσα - ήςмукомольное - η αλευροπαραγωγή, η αλευροποιίαпоточное - ασταμάτητη -, ατελεύτητη -фабричное - εργοστασιακή -, βιομηχανική -2. (добыча) η παραγωγή, η εξώ-ρυξη 3. (отрасль, вид промышленности) η βιομηχανί/α, η επιχείρηση, το εργοστάσιοкнижное - η έκδοση/εκτύπωση βιβλίων4. (выполнение, работа по изготовлению продукции) η εκτέλεση, η διεξαγωγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > производство
-
15 бросать
-
16 застрять
-
17 кончать
кончать, кончить в разн. знач. τελειώνω; \кончать работу σταματώ να εργάζομαι \кончать школу αποφοιτώ, τελειώνω το σχολείο \кончаться τελειώνω* * *в разн. знач. = кончитьконча́ть рабо́ту — σταματώ να εργάζομαι
конча́ть шко́лу — αποφοιτώ, τελειώνω το σχολείο
-
18 кровотечение
кровотечение с το μάτωμα· η αιμορραγία· остановить \кровотечение σταματώ την αιμορραγία* * *сτο μάτωμα; η αιμορραγίαостанови́ть кровотече́ние — σταματώ την αιμορραγία
-
19 кровь
кровь ж το αίμα· остановить \кровь σταματώ την αιμορραγία* * *жτο αίμαостанови́ть кровь — σταματώ την αιμορραγία
-
20 рвать
рвать 1) (разрывать) (ξε)σχίζω, κόβω 2) (срывать ) κόβω, μαζεύω (цветы и т. л.) 3) (прекращать) σταματώ· κόβω, διακόπτω· \рвать отношения διακόπτω τις σχέσεις* * *1) ( разрывать) (ξε)σχίζω, κόβω2) ( срывать) κόβω, μαζεύω (цветы и т. п.)3) ( прекращать) σταματώ; κόβω, διακόπτωрвать отноше́ния — διακόπτω τις σχέσεις
См. также в других словарях:
σταματώ — σταματῶ, άω, ΝΜ, και σταματίζω Ν [στάμα, ατος] (αμτβ.) παύω να κινούμαι, να λειτουργώ, να ενεργώ (α. «το ρολόι σταμάτησε» β. «σταμάτησε η βροχή» γ. «σταμάτησε η καρδιά του» δ. «πηδούν και σταματίζουν», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) α) κάνω κάποιον… … Dictionary of Greek
σταματώ — σταματάω / σταματώ, σταμάτησα, σταματημένος βλ. πίν. 58 (και ως απρόσ. σταματάει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σταματώ — σταμάτησα, σταματημένος 1. αμτβ., στέκομαι, παύω να προχωρώ ή να κινούμαι ή να λειτουργώ: Σταμάτησε στα μισά του δρόμου. – Το ρολόι σταμάτησε. – Σταμάτησε η βροχή. 2. μτβ., κάνω να σταματήσει κάτι: Σταμάτησαν ένα αυτοκίνητο. – Με σταμάτησε στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απαράζω — σταματώ, αράζω κάπου … Dictionary of Greek
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
εφίστημι — (ΑΜ ἐφίστημι, Α ιων. τ. ἐπίστημι) διορίζω, τοποθετώ νεοελλ. 1. (αόρ.) επέστην πλησίασα, έφθασα («επέστη η ώρα τής εκδικήσεως») 2. φρ. «εφιστώ την προσοχή κάποιου» σταματώ ή κατευθύνω την προσοχή κάποιου σε κάτι, τόν κάνω να προσέξει μσν. αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
αποκόπτω — κ. κόβω κ. κόφτω (ΑΜ ἀποκόπτω) 1. κόβω εντελώς, πέρα πέρα 2. απομακρύνω 3. (για σκέψη) αλλάζω, μεταβάλλω 4. (για φθόγγους) παθαίνω αποκοπή μσν. νεοελλ. 1. εμποδίζω 2. (για ομιλητή, αφηγητή) σταματώ, διακόπτω 3. σταματώ να θηλάζω το βρέφος 4. (για … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αναπαύω — (Α ἀναπαύω και ποιητ. και ιων. ἀμπαύω) Ι. ενεργ. 1. απαλλάσσω κάποιον από τους κόπους, δίνω ανάπαυση, ξεκουράζω 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω, ξαλαφρώνω 3. σκοτώνω κάποιον, τόν «βγάζω απ’ τη μέση» ΙΙ. μέσ. 1. διακόπτω σωματική ή πνευματική εργασία… … Dictionary of Greek
αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
ανοκωχεύω — ἀνοκωχεύω (Α) [ανοκωχή] 1. (μτβ.) αναχαιτίζω, τραβώ πίσω, εμποδίζω, σταματώ 2. (ως ναυτ. όρος) ανακόπτω την πορεία του πλοίου, το σταματώ στα ανοιχτα 3. (αμτβ. για ανθρώπους) σταματώ για λίγο τον πόλεμο, ησυχάζω … Dictionary of Greek