-
1 σταθμητός
σταθμητός, adj. verb. von σταϑμάω, gemessen, wonach man sich messen darf, ἐμοὶ μὲν οὖν οὐδὲν σταϑμητόν, nach mir darf man sich freilich nicht richten, Plat. Charm. 154 b.
-
2 σταθμητος
3[adj. verb. к σταθμάω См. σταθμαω] измеряемыйἐμοὴ οὐδὲν σταθμητόν Plat. — со мной сообразоваться не следует, т.е. я тут не судья
-
3 σταθμητός
σταθμητός, gemessen, wonach man sich messen darf; ἐμοὶ μὲν οὖν οὐδὲν σταϑμητόν, nach mir darf man sich freilich nicht richten -
4 σταθμητός
η, ό[ν] поддающийся взвешиванию, учёту, расчёту, оценке -
5 σταθμητός
A to be measured, ἐμοὶ οὐδὲν ς. 'I am nothing to judge by', Pl. Chrm. 154b, cf. Poll.4.93; οὔτε πλῆθος οὔτε μέγεθος ς. Arr.Peripl.M. Eux.8, cf. Fr. 166 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταθμητός
-
6 ἀ-στάθμητος
ἀ-στάθμητος, nicht festgestellt, beweglich, ἀστέρες ἀστ. καὶ πλανῆται Xen. Mem. 4, 7, 5; unbeständig, αἰών Eur. Or. 979; ἄνϑρωπος Ar. Av. 169; vgl. Plat. Lys. 214 c; ὁ δῆμος ἀσταϑμότατον πρᾶγμα τῶν πάντων Dem. 19, 136; τὸ ἀστ. τοῦ μέλλοντος Thuc. 4, 62, die Unsicherheit.
-
7 σταθμητά
σταθμητόςto be measured: neut nom /voc /acc plσταθμητά̱, σταθμητόςto be measured: fem nom /voc /acc dualσταθμητά̱, σταθμητόςto be measured: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
8 σταθμητόν
σταθμητόςto be measured: masc acc sgσταθμητόςto be measured: neut nom /voc /acc sg -
9 σταθμηταί
σταθμητόςto be measured: fem nom /voc pl -
10 σταθμητοί
σταθμητόςto be measured: masc nom /voc pl -
11 σταθμητή
σταθμητόςto be measured: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
12 σταθμητήν
σταθμητόςto be measured: fem acc sg (attic epic ionic) -
13 σταθμητών
-
14 σταθμητῶν
-
15 ασταθμητος
-
16 весомый
весомыйприл тж. перен σταθμητός, ὁ ἔχων βάρος, βαρύς. -
17 σταθμητή
-
18 σταθμητῇ
-
19 ἀστάθμητος
ἀ-στάθμητος, nicht festgestellt, beweglich; unbeständig; τὸ ἀστ. τοῦ μέλλοντος, die Unsicherheit -
20 Measurable
adj.P. and V. μετρητός, P. σταθμητός (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Measurable
См. также в других словарях:
σταθμητός — ή, ό / σταθμητός, ή, όν, ΝΜΑ [σταθμώ] αυτός που μπορεί να σταθμηθεί, να ζυγιστεί νεοελλ. αυτός τον οποίο μπορεί να κρίνει, να μετρήσει, να υπολογίσει κανείς («σταθμητοί παράγοντες») … Dictionary of Greek
σταθμητός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να μετρηθεί, να ζυγιστεί: Οαέρας είναι ύλη σταθμητή. 2. μτφ., αυτός που μπορεί να υπολογιστεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταθμητά — σταθμητός to be measured neut nom/voc/acc pl σταθμητά̱ , σταθμητός to be measured fem nom/voc/acc dual σταθμητά̱ , σταθμητός to be measured fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμητῶν — σταθμητός to be measured fem gen pl σταθμητός to be measured masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμητόν — σταθμητός to be measured masc acc sg σταθμητός to be measured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμηταί — σταθμητός to be measured fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμητοί — σταθμητός to be measured masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμητῇ — σταθμητός to be measured fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμητή — σταθμητός to be measured fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμητήν — σταθμητός to be measured fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμητικός — ή, ό / σταθμητικός, ή, όν, ΝΜΑ [σταθμητός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μέτρηση τού βάθους … Dictionary of Greek