Перевод: с немецкого на все языки
σταγόνες
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
σταγόνες — σταγών drop fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταγόνα — η / σταγών, όνος, ΝΜΑ 1. ελάχιστη ποσότητα υγρού ή ρευστού που κρέμεται και κατόπιν πέφτει προς τα κάτω ή επικάθεται σε μια επιφάνεια, στάλα (α. «χοντρές σταγόνες κυλούσαν στα μαγουλά του» β. «και αι ψυχαί τών ανόμων ως αίματος σταγόνες πέφτουν… … Dictionary of Greek
Mikro — Origin Thessaloniki, Greece Genres Electropop Trip hop Drum n bass Easy Listening Dance Years active 1998 present Labels … Wikipedia
έρση — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις τρεις κόρες του Κέκροπα, η οποία εκπροσωπούσε την πρωινή δροσιά. Ο Ερμής την αγάπησε παράφορα και ζήτησε τη βοήθεια της αδελφής της, αλλά η Αθηνά στάλαξε στην ψυχή της τελευταίας το δηλητήριο της ζηλοτυπίας, για να … Dictionary of Greek
αλκαλιμετρία — Ογκομετρική μέθοδος της αναλυτικής χημείας, με την οποία προσδιορίζεται ο τίτλος ενός αλκαλικού διαλύματος (διάλυμα βάσης, αλκαλικού άλατος κλπ.), δηλαδή η πραγματική ποσότητα της βάσης που περιέχεται μέσα στο διάλυμα. Σε γνωστό όγκο του… … Dictionary of Greek
αποστάζω — (Α ἀποστάζω) νεοελλ. υποβάλλω κάτι σε απόσταξη αρχ. 1. αφήνω κάτι να πέφτει κατά σταγόνες 2. πέφτω κατά σταγόνες, σταλάζω … Dictionary of Greek
βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… … Dictionary of Greek
καταστάζω — (AM) (για υγρό) σταλάζω, πέφτω σε σταγόνες («βωμὸς Ἕλλην οὗ καταστάζει φόνος», Ευρ.) αρχ. 1. αφήνω κάποιο υγρό να πέσει σε σταγόνες 2. (για νόσο) βγάζω υγρό 3. (για υγρό) υγραίνω κάτι … Dictionary of Greek
κλεψύδρα — Αρχαίο όργανο μέτρησης του χρόνου· πήλινο αγγείο απ’ όπου έρεε, κατά σταγόνες, το νερό. Συνήθως οι κ. είχαν σχήμα X. Όταν όλο το νερό είχε περάσει από το επάνω δοχείο στο κάτω, η κ. αναστρεφόταν και άρχιζε ξανά η μέτρηση του χρόνου. Με τη… … Dictionary of Greek
λάταξ — η (Α λάταξ, αγος) νεοελλ. ζωολ. είδος μεγάλων σαρκοφάγων υδρόβιων θηλαστικών με ωραίο τρίχωμα, στα οποία υπάγονται οι ενυδρίδες αρχ. 1. στον πληθ. αἱ λάταγες (στο παιχνίδι τού κοττάβου) οι λίγες σταγόνες τού κρασιού που απέμεναν στον πυθμένα τού… … Dictionary of Greek
μαστίχα — Ελαιορητινούχος ουσία που παράγεται από τον αειθαλή θάμνο Pistacia lentiscus (κοινώς σχίνος) της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα). Κύριο μαστιχοπαραγωγό φυτό αποτελεί η ποικιλία Pistacia lentiscus var. Chia ή μαστιχοφόρος σχίνος της… … Dictionary of Greek