-
41 στήλῃσιν
-
42 स्थूणा
sthū́ṇā
the trunk orᅠ stump of a tree Kām. ;
an iron statue L. ;
an anvil = ṡūrmi orᅠ sūrmi L. ;
(prob.) = rajju, a rope, cord Hcat. ;
a kind of disease L. ;
+ cf. Gk. στήλη
- स्थूणाकर्ण
- स्थूणागर्त
- स्थूणानिखननन्याय
- स्थूणापक्ष
- स्थूणापदी
- स्थूणाभार
- स्थूणामयूख
- स्थूणाराज
- स्थूणाविरोहण
- स्थूणाशीर्ष
-
43 στηλόω
V 0-8-0-1-0=9 JgsA 18,16.17; 2 Sm 1,19; 18,17.18A: to set up as a στήλη or pillar, monument, to erect, to set up [τι] 2 Sm 18,17; to set up [τινα] (metaph.) Lam 3,12P: to take one’s place, to stand JgsA 18,16*2 Sm 1,19 στήλωσον set up a monument-יצב for MT צבי glory, elite -
44 γραμματόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραμματόεις
-
45 καθιερόω
A dedicate, devote, Hdt.1.92, 164;τῇ μὲν γὰρ Ἀθηναίᾳ καθιέρωσεν εἰς ἀναθήματα.. πεντακισχιλίους στατῆρας Lys.19.39
;τὸ λαχὸν μέρος ἑκάστῳ τῷ θεῷ Pl.Lg. 745d
;Χώραν Aeschin.3.109
; ἑαυτοὺς ὑπὲρ τῆς πατρίδος τῷ δαίμονι κ. Plu.Cam.21;τὸ θέατρον D.C.39.38
, cf. SIG 791B5 (Delph., i A.D.), etc.:—[voice] Pass., ἐμοὶ τραφείς τε καὶ καθιερωμένος [pron. full] [ῑ] A.Eu. 304; ἡ Κιρραία Χώρα καθιερώθη was consecrated, D.18.149;καθιερωμένα ἀναθήματα Plb.7.14.3
, cf. 3.22.1; οἱ καθιερούμενοι τῷ Διΐ his priests, S.E.P.3.224.2 set up, establish as sacred, :—[voice] Pass., νόμιμον καθιερωθέν ib. 839c;δίκαια ἐν στήλῃ καθιερωμένα Plb.9.36.9
.--Prose word, used once by A.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθιερόω
-
46 καταπήγνυμι
A stick fast in something, plant firmly,ἔγχος μὲν κατέπηξεν ἐπὶ Χθονί Il.6.213
; ἐν δὲ σκόλοπας κ. 7.441, cf. Hdt.4.72, Ar.Av. 360, PPetr.3p.121 (iii B. C.), etc.;εἰς τὴν γῆν κ. τὸν καυλόν Arist.HA 555b20
;τὸ κέντρον ἐπὶ δένδρον Philum.Ven.37.1
:—[voice] Pass.,- πᾰγέντος σκόλοπος S.E.P.1.238
, cf. Thphr.HP3.1.1.2 metaph., fix, crystallize, .II [voice] Pass., with [tense] pf. and [tense] plpf. [voice] Act., stand fast or firm in,ἰὸς ἐν γαίῃ κατέπηκτο Il.11.378
;ἱστὸς -πεπηγώς Hp.Art.43
;στήλη -πεπηγυῖα Hdt.7.30
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπήγνυμι
-
47 λευκόλιθος
λευκό-λῐθος, ον,A made of white marble,ἔργα Supp.Epigr.4.270
([place name] Panamara);τὰ ἐν τῷ θεάτρῳ λ. OGI510
( = Ephes.2 No.39, ii A.D.); στήλη, στάλα λ., IPE12.40.42 ([place name] Olbia), al.;κρηπίς Str.5.3.8
;στοαί Id.12.5.3
: as Subst., -λίθου στάλᾳ IPE12.357
([place name] Chersonesus).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκόλιθος
-
48 μαρμάρεος
A flashing, gleaming, esp. of metals, αἰγίς, ἄντυξ, Il.17.594, 18.480; ; ἅλα μαρμαρέην the twinkling sea, Il.14.273;αὐγαὶ μ. Ar.Nu. 287
(lyr.);ἄστρα Orph.Fr.168.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαρμάρεος
-
49 μένω
Aμενέμεν Il.5.486
; Arc. [tense] pres. part. (Tegea, iv B.C.); [dialect] Ep., [dialect] Ion. [tense] impf.μένεσκον Il.19.42
, Hdt.4.42: [dialect] Ep., [dialect] Ion. [tense] fut.μενέω Il.19.308
, Hdt.4.119; [dialect] Att. , etc.: [tense] aor.ἔμεινα Il.15.656
, etc.: [tense] pf.μεμένηκα D.18.321
; cf. [full] μίμνω:—stay, wait:I stand fast, in battle,οὐδ' ἴφθιμοι Λύκιοι μένον, ἀλλὰ φόβηθεν Il.16.659
;μενέω καὶ τλήσομαι 11.317
; φεύγειν μηδὲ μένειν Orac. ap.Hdt.1.55, cf. X.Cyr.3.3.45, S.OT 295;ἐμπέδως μ. A.Ag. 854
; ; μ. κατὰ χώραν, of soldiers, Th.4.26.2 stay at home, stay where one is, Il.16.838;ἔντοσθε μένοντες Hes.Th. 598
;μ. αὐτοῦ Hdt.8.62
; ;εἴσω δόμων Id.Th. 232
;κατ' οἶκον E.IA 656
;ἐν δόμοις Pi.N.3.43
, S.Aj.80; .b lodge, stay,παρὰ ματρί Pi.P.4.186
;πρὸς τοὺς γονέας Hp. Ep.13
;ἐκεῖ Plb.30.4.10
codd. (fort. οἴκοι), cf. Alciphr.3.5.c μ. ἀπὸ ἧς ἀλόχοιο stay away, be absent from.., Il.2.292;ἀπὸ πτολέμοιο 18.64
: and so abs., to be a shirker, .d οἱ μένοντες, opp. οἱ φεύγοντες (exiles), IG12.10.27.3 stay, tarry,ἐς ἠέλιον καταδύντα Od.17.570
;μενέουσι, εἰς ὅ κέ περ Τροίην διαπέρσομεν Il.9.45
; loiter, be idle, 11.666, A.Pers. 796;οἱ μένοντες X.An.4.4.19
, etc.4 of things, to be lasting, remain, stand,στήλη μένει ἔμπεδον Il.17.434
;ἀσφαλὲς αἰὲν.. μένει οὐρανός Pi.N.6.4
;τάδ' αἰανῶς μένοι A.Eu. 672
;αἰῶνα δ' ἐς τρίτον μένει Id.Th. 744
(lyr.); opp. φέρεσθαι, Pl.Phdr. 261d; εἰ μηδὲν μένει if nothing is fixed, Id.Cra. 440a;τὴν μεμενηκυῖαν κρίσιν Phld.Sto.339.15
; οἱ μένοντες (sc. ἀστέρες) having no proper motion, opp. οἱ πλάνητες, Arist.Cael. 290a21;μένων κύκλος Autol.12
, al., Ptol.Hyp.1.3; μένουσιν ἀριστοκρατίαι are stable, permanent, Arist.Pol. 1308a3.5 of condition, remain as one was, of a maiden, Il.19.263; τῶν βεβαίως μοι φίλων μενόντων Ps.-Philipp. ap. D.12.11;τὸ νόμισμα βούλεται μένειν Arist.EN 1133b14
: generally, stand, hold good,ἢν μείνωσιν ὅρκοι E.Andr. 1000
;μένειν τὸ ὅρκιον κατὰ χώρην Hdt.4.201
; ; μ. τὰ βουλήματα καὶ οὐ μεταρρεῖ Arist.EN 1167b7; of circumstances,οὐ μενεῖν κατὰ χώραν τὰ πράγματα Th.4.76
; οὐδαμὰ ἐν τὠυτῷ μ., of prosperity, Hdt.1.5;μένειν ἐμπέδοις φρονήμασι S.Ant. 169
; μ. ἐπὶ τούτων [ἃ κατέστραπται] remain contented with.., D.4.9;μ. ἐπὶ τούτοις Isoc.8.7
; ἐπὶ τούτῳ τῷ βίῳ μ. be content with.., Pl.R. 466c, cf. 496b;μ. ἐλεύθερον Men. 145
; of wine, keep good, Plb.12.2.8.6 abide by an opinion, conviction, etc.,ἐπὶ τῷ ἀληθεῖ Pl.Prt. 356e
; μενέτωσαν ἐν τοῖς διαγνωσθεῖσι Lex ap.D.21.94; ὁ μένων the party which observes an engagement, PTeb.391.24 (i A.D.).7 impers. c. inf., it remains for one to do,μένει.. ἐκτίνειν θέμιν A.Supp. 435
(lyr.); .II trans., of persons, await, expect (cf. μίμνω), ἡμέρας μεῖναι φάος Id.Rh.66
;τοὺς Ἰλλυριούς Th.4.124
, cf. 8.78; esp. await an attack without blenching,Δαναοὶ Τρῶας μένον ἔμπεδον, οὐδὲ φέβοντο Il.5.527
, cf. A.Th. 436; of a rock, bide the storm, Il.15.620;ἀπορίαν γὰρ οὐ μενῶ E.Ph. 740
: reversely of things, τὸ μόρσιμον γὰρ τόν τ' ἐλεύθερον μένει awaits him, A.Ch. 103; ἐπίξηνον μένει (sc. με) Id.Ag. 1277; ;δεσμά με καὶ θλίψεις μένουσιν Act.Ap.20.23
.2 c. acc. et inf., wait for, ἦ μένετε Τρῶας σχεδὸν ἐλθέμεν; wait ye for the Trojans to come nigh? Il.4.247;οὐ μενῶ πόσιν μολεῖν E.Andr. 255
; μένον δ' ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν they waited for evening's coming on, Od.1.422, etc.;οὐκ ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν Pi.P.3.16
; τί μένεις.. ἰέναι; why wait to go? Thgn.351; μένω δ' ἀκοῦσαι I wait, i.e. long, to hear, A.Eu. 677, cf. Ag. 459 (lyr.). (Cf. OPers. man- 'wait', Lat. maneo.) -
50 μηχανητός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηχανητός
-
51 μνημήϊον
II [full] μνημήϊος, ον, bearing record,στήλη Supp.Epigr.1.456
([place name] Phrygia).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μνημήϊον
-
52 οὐρανομήκης
οὐρᾰνο-μήκης, ες,A high as heaven, shooting up to heaven, exceeding high or tall,ἐλάτη Od.5.239
;δένδρεα Hdt.2.138
;στήλη Lys.Fr.14
;λαμπάς A.Ag.92
(anap.); Ἄθω οὐρανομήκη (voc.) Xerxis Epist. ap. Plu.2.455d.2 metaph., οὐ. φωνή, κλέος, Ar.Nu. 357, 459 (lyr.); ; οὐ. ποιεῖν τι to exalt it to the skies, Isoc.15.134;οὐ. σημεῖα τῆς εὐνοίας Epicur.Fr. 183
;διαφορά Phld. Rh.2.272
S.;ἐλπίδες Eun.Hist.p.251
D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐρανομήκης
-
53 παραγράφω
b mostly, add, subjoin, esp. a clause to a law, contract, etc., τί βεβούλευται περὶ τῶν σπονδῶν ἐν τῇ στήλῃ παραγράψαι; Id.Lys. 513, cf. Pl.Lg. 785a ([voice] Pass.);π. τῷ δεῖνι ἀποδοῦναι δεῖ D.52.4
; ὑποκάτω π. add particulars below, Hyp.Eux.30;π. τὸ ὄνομα παρ' ᾧ ἂν κείωνται αἱ συνθῆκαι IG22.1176.20
.c enter a debt or liability against a person's name, c. acc. pers. et rei, POxy.488.32 (ii/iii A. D.), 513.33 (ii A. D.):—more freq. [voice] Pass., have entered against one, PTeb.5.189 (ii B. C.), etc.: with personal subject,παραγέγραμμαι τῷ πράκτορι PPetr. 2p.42
(iii B. C.), cf. POxy.513.13 (ii A. D.), etc.3 interpolate in a Ms., Gal.7.894, 18(1).151, 155.5 [voice] Pass., to be marked with theπαράγραφος, κατὰ δύο παραγεγραμμένον ᾆσμα Heph.
Poëm. 1.II [voice] Med., with [tense] pf. [voice] Pass., in various legal phrases:1 παραγράφεσθαι τὸν νόμον have the law written in parallel columns with a decree which is charged with illegality,νόμους ἄλλους παραβέβηκεν, οὓς οὐ παραγεγράμμεθα διὰ τὸ πλῆθος D.23.63
, cf. 51:—[voice] Pass.,οἱ παραγεγραμμένοι νόμοι Id.18.111
, Aeschin.3.200.2 π. τινὰ διαιτητήν have him registered as arbiter, D.40.16.3 Δημοσθένει τὴν γραφὴν τοῦ φόνου παραγράψασθαι to bring a false charge, Test. ap. D.21.107.4 παραγεγραμμένος μὴ εἰσαγώγιμον εἶναι τὴν δίκην having demurred to the admissibility of the suit (v. παραγραφή II. 1), Id.32.1;π. περί τινος Id.38.1
, cf. Isoc.18.2: coupled with ὑπόμνυσθαι, D.47.39, 45; ἑαυτὸν -όμενος μόνος ἀγωνίσασθαι τὴν δίκην ἐντολὰς οὐκ ἔχων calling himself inadmissible as pleader on the ground that he has no orders to plead alone, Philostr.VS2.32.5 draw a line across, cancel: metaph., efface,τὸ τιμᾶσθαι μετὰ τοῦτο πᾶσαν παρεγράψατο τὴν συμφοράν Aristid. 2.246
J.;ὁ θυμὸς τῇ ῥύμῃ τῆς ὀργῆς -γραφόμενος τὴν φύσιν Callistr. Stat.13
(v.l. περι-):—[voice] Pass., to be abolished,τὰ φιλάνθρωπα παρεγράφη Plb.9.31.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραγράφω
-
54 παραδόσιμος
παρα-δόσῐμος, ον,A handed down, transmitted, hereditary, δόξα, φήμη, Plb.6.54.2, 12.5.5, etc.; π. στήλη commemorative tablet, Id.12.10.9; π. ἔχειν τι handed down by tradition, D.S.4.56; παραδόσιμα, τά, temple-property handed down, IG7.303.8 (Orop.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραδόσιμος
-
55 παραμαρτάνω
A err, trespass,εἰς ἥρων τι παρήμαρτον Ar.Fr. 692a
, cf. Plu.2.89e, Hierocl.p.58A.: c. dat., damage,στήλῃ Ath.Mitt.30.327
([place name] Temenothyrae).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραμαρτάνω
-
56 πατρόθεν
A from or after a father, π. ἐκ γενεῆς ὀνομάζων naming him and giving his father's name, Il.10.68, cf. Hdt.3.1, Th.7.69, Pl.Ly. 204e; τὸ μὲν π. ἐκ Διὸς εὔχονται on the father's side, Pi.O.7.23; εἴπερ.. ἔστ' ἐμὸς τὰ π. S.Aj. 547, cf. OC 215 (lyr.); ἐν στήλῃ π. ἀναγραφῆναι to have one's name inscribed on a tablet with the addition of one's father's name, Hdt.6.14, cf. 8.90; γράψαι τοὔνομα π. καὶ φυλῆς καὶ δήμου to write one's name adding that of one's father, tribe, and township, Pl.Lg. 753c, cf. OGI222.44 (Clazomenae, iii B. C.), Milet.3 No.152.93 (ii B. C.), etc.;π. καὶ πατρίδος PRev.Laws7.3
(iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατρόθεν
-
57 πλίνθινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλίνθινος
-
58 στάλα
-
59 στάλλα
-
60 σταλουργός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταλουργός
См. также в других словарях:
στήλη — block of stone fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στήλῃ — στήλη block of stone fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… … Dictionary of Greek
στήλη — η 1. όμοια πράγματα τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο: Σχημάτισαν δύο στήλες ψηλές με δέματα. 2. πλάκα επιμήκης από μάρμαρο ή άλλο υλικό: Οι αρχαιολόγοι βρήκαν πολλές επιτύμβιες στήλες στον Κεραμεικό. 3. τμήμα σελίδας: Το άρθρο του κάλυψε δύο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλεκτρική στήλη — Σύστημα που μετατρέπει τη χημική, θερμική ή ηλεκτρομαγνητική ενέργεια σε ηλεκτρική. Την πρώτη στήλη εφηύρε ο Αλεσάντρο Βόλτα (1800) ύστερα από έρευνες πάνω σε μέταλλα, προς τις οποίες παρακινήθηκε από τις παρατηρήσεις του Γκαλβάνι (1780). Ο Βόλτα … Dictionary of Greek
ατομική στήλη — Συσκευή κατάλληλη για τη χρησιμοποίηση της ενέργειας που εκλύεται από τη σχάση βαρέων στοιχείων. Αυτό γίνεται με την κατάλληλη επιβράδυνση της εξέλιξης της αντίδρασης (βλ. λ. πυρήνας ατομικός). Γενικότερα αυτές οι συσκευές λέγονται πυρηνικοί… … Dictionary of Greek
σπονδυλική στήλη — (Ανατ.). Σχηματισμένη από 33 ή 34 οστέινα στοιχεία, τους σπονδύλους, που είναι τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, αποτελεί τον άξονα του σκελετού μας και συγχρόνως προστατευτική θήκη του νωτιαίου μυελού και σημείο στήριξης για τα περισσότερα… … Dictionary of Greek
Стела* — (στήλη) у древних греков название каменных или мраморных столбов, которые служили или в качестве надгробных памятников, или в качестве плит для вырезывания государственных документов. Надгробные С. бывали или без украшений, или с простым… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Стела — (στήλη) у древних греков название каменных или мраморных столбов, которые служили или в качестве надгробных памятников, или в качестве плит для вырезывания государственных документов. Надгробные С. бывали или без украшений, или с простым… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
στηλᾶν — στήλη block of stone fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηλέων — στήλη block of stone fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)