-
1 στεμμα
- ατος τό1) культ. (молитвенная) гирлянда, венок (из лавровых, реже масличных ветвей, обвитых иногда белой шерстью) Hom., Her., Eur., Arph., Plat., Polyb.2) перен. тканьστέμματα ξαίνειν Eur. — (о Мойрах) ткать жизненную судьбу
3) ( у римлян) украшенное венком изображение предка, pl. родословное древо, род -
2 στέμμα
{сущ., 1}венок, гирлянда из лавровых, реже масляничных ветвей, обвитых иногда белой шерстью, возлагающиеся на жертву (Деян. 14:13).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > στέμμα
-
3 στέμμα
{сущ., 1}венок, гирлянда из лавровых, реже масляничных ветвей, обвитых иногда белой шерстью, возлагающиеся на жертву (Деян. 14:13).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > στέμμα
-
4 στέμμα
τό1) венец; корона (тж. перен.); Συμβούλιο τού -
5 στέμμα
венок, гирлянда (из лавровых, реже масленичных ветвей, обвитых иногда белой шерстью, возлагающийся на жертву).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στέμμα
-
6 στέμμα
[стэмма] ουσ ο корона, венец. -
7 ιεροφαντικος
-
8 κατακρεμαννυμι
(fut. κατακρεμάσω; aor. κατεκρέμασα) подвешивать, привешивать(ἐκ πασσαλόφιν φόρμιγγα Hom. - in tmesi; τόξα καὴ ἰούς HH.; τοῦ φωρὸς τὸν νέκυν κατὰ τοῦ τεῖχεος Her.)
; pass. pf. быть подвешенным, висеть -
9 κατανθιζω
-
10 πομπικος
-
11 προφητικος
-
12 4725
{сущ., 1}венок, гирлянда из лавровых, реже масляничных ветвей, обвитых иногда белой шерстью, возлагающиеся на жертву (Деян. 14:13).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4725
См. также в других словарях:
στέμμα — wreath neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμμα — Καθετί που χρησιμοποιείται για στεφάνωμα, και κυρίως το διάδημα (ταινία που περιδένει τα μαλλιά ή η κορόνα) του κεφαλιού ως σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Γενικότερα είναι και η ίδια η βασιλική εξουσία, ο βασιλιάς και η απεικόνιση του στις… … Dictionary of Greek
στέμμα — το 1.διάδημα που φορούν οι βασιλιάδες. 2. η βασιλική εξουσία: Το στέμμα ευθύνεται για πολλές συμφορές του έθνους. 3. στεφάνι φωτεινό που περιβάλλει τον Ήλιο και τη Σελήνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλιακό στέμμα — Η εξώτερη στιβάδα της ηλιακής ατμόσφαιρας, αμέσως μετά τη χρωμόσφαιρα. Είναι το αραιότερο τμήμα όλου το αερίου περιβλήματος του Ήλιου. Το η.σ. γίνεται ορατό μόνο κατά τις ολικές εκλείψεις του Ήλιου –όταν δηλαδή η Σελήνη επισκιάζει τελείως τον… … Dictionary of Greek
στέμμ' — στέμμα , στέμμα wreath neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεμμάτων — στέμμα wreath neut gen pl στεμματόω furnish with a wreath imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) στεμματόω furnish with a wreath imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμμασι — στέμμα wreath neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμμασιν — στέμμα wreath neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμματα — στέμμα wreath neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμματι — στέμμα wreath neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμματος — στέμμα wreath neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)