-
1 корона
1. тех. η στεφάνη, το στέμμα 2 (ореол вокруг солнца) η στεφάνη του ηλίου, το ηλιακό στέμμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > корона
-
2 корона
-ы θ.1. κορώνα, στέμμα. || οικόσημο.2. βασιλική εξουσία. || παλ. κράτος, κυβέρνηση, δημόσιο μοναρχικής χώρας.3. (αστρν.) στεφάνι, στέμμα•солнечная корона στεφάνι του ήλιου.
4. παλ. крона 1. -
3 солнечный
ηλιακ/ός- удар мед. η ηλιοπληξία, η ηλίασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > солнечный
-
4 южный
νότι/ος- Треугольник астр. - ο Τρίγωνο, το - ο ΔέλταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > южный
-
5 венец
венецм1. церк., поэт. уст. τό στεφάνι, ὁ στέφανος:идти под \венец στεφανώνομαι, παντρεύομαι·2. уст. ἡ κορώνα, τό στέμμα·3. астр. τό ἀλώνι, ἡ ἄλως, ὁ φωτεινός κύκλος. -
6 корона
корон||аж прям., перен τό στέμμα, ἡ κορώνα:солнечная \корона астр. ἡ στεφάνη τοῦ ήλίου. -
7 развенчать
развенчатьсов, развенчивать несов1. ἐκθρονίζω, ἀφαιρώ τό στέμμα·2. "перги. ἀφαιρώ τόν φωτοστέφανο, ξεσκεπάζω. -
8 корона
[καρόνα] ουσ. θ. στέμμα, κορώνα -
9 корона
[καρόνα] ουσ θ στέμμα, κορώνα -
10 венец
-нца α.1. παλ. στεφάνι.2. παλ. στέμμα, κορώνα• διάδημα.3. γαμήλιο στεφάνι.4. μτφ. κορωνίδα.5. αλώνι, άλως, φωτεινός κύκλος των ουρανίων σωμάτων6. περίζωμα οικοδομής.7. στεφάνωμα, στέψη•до -нца πρίν τη στέψη•
после -нца μετά τη στέψη.
εκφρ.идти под венец – παλ. στεφανώνομαι, παντρεύομαι. -
11 диадема
-ы θ.διάδημα, στέμμα, κορώνα. || στολίδι του κεφαλιού των γυναικών. -
12 развенчать
ρ.σ.1. μειώνω, αμαυρώνω την αίγλη, τη δόξα.2. διαλύω το θρησκευτικό γάμο, χωρίζω, παίρνω διαζύγιο εκθρονίζω, αφαιρώ το στέμμα.
См. также в других словарях:
στέμμα — wreath neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμμα — Καθετί που χρησιμοποιείται για στεφάνωμα, και κυρίως το διάδημα (ταινία που περιδένει τα μαλλιά ή η κορόνα) του κεφαλιού ως σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Γενικότερα είναι και η ίδια η βασιλική εξουσία, ο βασιλιάς και η απεικόνιση του στις… … Dictionary of Greek
στέμμα — το 1.διάδημα που φορούν οι βασιλιάδες. 2. η βασιλική εξουσία: Το στέμμα ευθύνεται για πολλές συμφορές του έθνους. 3. στεφάνι φωτεινό που περιβάλλει τον Ήλιο και τη Σελήνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλιακό στέμμα — Η εξώτερη στιβάδα της ηλιακής ατμόσφαιρας, αμέσως μετά τη χρωμόσφαιρα. Είναι το αραιότερο τμήμα όλου το αερίου περιβλήματος του Ήλιου. Το η.σ. γίνεται ορατό μόνο κατά τις ολικές εκλείψεις του Ήλιου –όταν δηλαδή η Σελήνη επισκιάζει τελείως τον… … Dictionary of Greek
στέμμ' — στέμμα , στέμμα wreath neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεμμάτων — στέμμα wreath neut gen pl στεμματόω furnish with a wreath imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) στεμματόω furnish with a wreath imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμμασι — στέμμα wreath neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμμασιν — στέμμα wreath neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμματα — στέμμα wreath neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμματι — στέμμα wreath neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμματος — στέμμα wreath neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)