-
1 προφητικος
-
2 προφητικός
προφητικός, -ή, -ό1) пророческий;2) προφητικά αναγνώσματα τα пророческие чтения, паремии – чтения из Ветхого Завета, произносимые в Православной Церкви на вечернем богослужении (главным образом накануне праздников), по содержанию своему имеющие отношение к смыслу праздника. Они содержат в себе или пророчества о празднуемом событии, или объяснение смысла праздника, или похвалу празднуемому святомуΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > προφητικός
-
3 προφητικός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προφητικός
-
4 προφητικός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προφητικός
-
5 προφητικός
η, ό[ν] пророческий -
6 προφητικός
пророческий.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > προφητικός
-
7 προφητικός
[профитикос] ас. пророческий. -
8 4397
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4397
См. также в других словарях:
προφητικός — oracular masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητικός — ή, ό / προφητικός, ή, όν, ΝΜΑ [προφήτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προφητεία ή στον προφήτη (α. «προφητικὸς λόγος», ΚΔ β. «ῥήσεις προφητικὰς ἤ λόγους ἀποστολικούς», Ειρην. γ. «προφητικὸς ἀνήρ», Φίλ.) νεοελλ. μσν. φρ. «προφητικά… … Dictionary of Greek
προφητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον προφήτη ή που αποτελεί προφητεία: Προφητικός λόγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προφητικά — προφητικός oracular neut nom/voc/acc pl προφητικά̱ , προφητικός oracular fem nom/voc/acc dual προφητικά̱ , προφητικός oracular fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητικώτερον — προφητικός oracular adverbial comp προφητικός oracular masc acc comp sg προφητικός oracular neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητικωτάτων — προφητικός oracular fem gen superl pl προφητικός oracular masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητικωτέρων — προφητικός oracular fem gen comp pl προφητικός oracular masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητικῶν — προφητικός oracular fem gen pl προφητικός oracular masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητικόν — προφητικός oracular masc acc sg προφητικός oracular neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητικώτατα — προφητικός oracular adverbial superl προφητικός oracular neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητικαῖς — προφητικός oracular fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)