Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στέγῃ

  • 121 кровельный

    επ.
    της στέγης, για στέγη, στεγαστικός•

    -не работы στεγαστικές εργασίες•

    -ое железо σιδηρόφυλλα στέγης.

    Большой русско-греческий словарь > кровельный

  • 122 кровля

    θ., γεν. πλθ. -вель, δοτ. -лям
    1.στέγη, σκεπή.
    2. παλ. εστία, σπίτι, οικία, κατοικία.
    εκφρ.
    жить под одной –ей с кем – ζω στο ίδιο σπίτι με κάποιον•
    жить под чей -ей – ζω στο σπίτι κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > кровля

  • 123 крытый

    επ. από μτχ.
    σκεπασμένος, καλυμμένος. || που έχει στέγη.

    Большой русско-греческий словарь > крытый

  • 124 крыть

    крою, кроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. крытый, βρ: крыт, -а, -о
    ρ.δ. μ.
    1. σκεπάζω, καλύπτω•

    крыть кладовую соломой σκεπάζω την αποθήκη με άχυρο.

    2. επενδύω, ντύνω.
    3. παλ. κρύβω, συγκαλύπτω.
    4. (χαρτπ.) τσακίζω, παίρνω, χτυπώ, νικώ•

    крыть короля тузом παίρνω τον παπά με τον άσσο.

    5. αμ. (απλ.) χρησιμοποιείται αντί άλλου ρ. που εννοείται από τα συμφραζόμενα και προσδίνει επίταση•

    крой через море полным ходом! πλέε στη θάλασσα με όλη την ταχύτητα!

    6. μαλώνω, επιπλήττω.
    εκφρ.
    крыть крышу – φτιάχνω τη στέγη με (υλικό)• крыть
    нечем δεν έχω να πώ τίποτε, δε φέρω αντίρρηση.
    κρύβομαι•

    в словах его кроется лесть στα λόγια του κρύβεται κολακεία•

    что-то тут кроется κάτι κρύβεται εδώ, κάτι λάκκο έχ η φάβα που χαμογελά το λάδι.

    || καλύπτομαι, σκεπάζομαι. || επενδύομαι, ντύνομαι.
    (χαρτπ.) απλ. χτυπιέμαι, νικιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > крыть

  • 125 навесный

    επ.
    1. υπόστεγος, του υπόστεγου•

    навесный столб ο στύλος του υπόστεγου•

    -ая кровля η στέγη του υπόστεγου.

    2. (στρατ.) επισκηπτικός•

    навесный огонь επισκηπτική (έμμεση) βολή.

    Большой русско-греческий словарь > навесный

  • 126 обрушить

    -шу, -шишь
    ρ.σ.μ.
    1. γκρεμίζω, κατακρημνίζω, καραρρίπτω, κατεδαφίζω.
    2. μτφ. καταφέρω, επιφέρω, επιρρίπτω, ρίχνω, χύνω•

    обрушить удар на врага καταφέρω χτύπημα (πλήγμα) κατά του εχθρού•

    обрушить угрозы на кого εκτοξεύω απειλές κατά κάποιου•

    обрушить огонь на неприятеля ρίχνω καταιγιστικά πυρά στον εχθρό•

    желчь χύνω χολή (πίκρα, κακία).

    3. ξεφλουδίζω, μεταβάλλω σε άλφιτο (χόνδρους).
    1. γκρεμίζομαι, καταρρέω, πέφτω•

    кровля обрушилась η στέγη κατέρρευσε•

    свод -лся ο θόλος έπεσε.

    2. επιπίπτω, ρίχνομαι.
    3. μτφ. επιτίθεμαι, πέφτω•

    обрушить на врага επιτίθεμαι στον εχθρό•

    обрушить с угрозами на кого επιτίθεμαι με απειλές κατά κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > обрушить

  • 127 перекрыть

    -рою, -роешь
    ρ.σ.μ.
    1. ξανασκε-πάζω, επανακαλύπτω καλύπτω αλλιώς.
    2. στεγάζω, κάνω στέγη.
    3. (χαρτπ.) νικώ, σκεπάζω (με μεγαλύτερο χαρτί)•

    козырного туза не -оешь τον άσσο ατού δεν τον νικάς.

    4. καλύπτω, σκεπάζω (όλο, πολύ).
    5. ξεπερνώ, υπερβάλλω•

    перекрыть старые нормы ξεπερνώ τις παλαιές νόρμες•

    лтчик -ыл прежний рекорд ο αεροπόρος κατέρριψε το προηγούμενο ρεκόρ•

    перекрыть план ξεπερνώ το πλάνο.

    || (για φωνή, ήχο)• σκεπάζω (φωνάζω, ηχώ δυνατότερα).
    6. αναπληρώνω.
    7. φράζω, κλείνω•

    перекрыть путь φράζω το δρόμο•

    воду κλείνω το νερό.

    Большой русско-греческий словарь > перекрыть

  • 128 подбежать

    ρ.σ.
    1. πλησιάζω τρέχοντας, προσφεύγω, προστρέχω.
    2. τρέχω κάτω από•

    подбежать под крышу τρέχω κάτω από τη στέγη.

    Большой русско-греческий словарь > подбежать

См. также в других словарях:

  • στέγη — roof fem nom/voc sg (attic epic ionic) στέγος roof neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στέγος roof neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέγῃ — στέγη roof fem dat sg (attic epic ionic) στέγω cover closely pres subj mp 2nd sg στέγω cover closely pres ind mp 2nd sg στέγω cover closely pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέγη — Τμήμα οικοδομής, που καλύπτει το πάνω μέρος της για να προφυλάξει το εσωτερικό της από τις καιρικές συνθήκες. Τύποι στέγης είναι η ταράτσα, η επικλινής, η αψίδα και θόλος. Η ταράτσα είναι μια επίπεδη οροφή που αποτελείται, από ξύλινες ή… …   Dictionary of Greek

  • στέγη — η 1. σκέπασμα του σπιτιού: Έπεσε η στέγη. 2. σπίτι: Έμεινε χωρίς στέγη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στέγηι — στέγῃ , στέγη roof fem dat sg (attic epic ionic) στέγῃ , στέγω cover closely pres subj mp 2nd sg στέγῃ , στέγω cover closely pres ind mp 2nd sg στέγῃ , στέγω cover closely pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέγαι — στέγη roof fem nom/voc pl στέγᾱͅ , στέγη roof fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγέων — στέγη roof fem gen pl (epic ionic) στέγος roof neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγῶν — στέγη roof fem gen pl στέγος roof neut gen pl (attic epic doric) στεγάζω cover fut part act masc voc sg στεγάζω cover fut part act neut nom/voc/acc sg στεγάζω cover fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέγαις — στέγη roof fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέγαισι — στέγη roof fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέγην — στέγη roof fem acc sg (attic epic ionic) στέγος roof neut acc sg στέγω cover closely pres inf act (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»