Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

στέατος

См. также в других словарях:

  • στέατος — στέαρ hard fat neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολόστεαρ — στέατος, το, Ν (παλ. τ.) η χοληστερίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολή + στέαρ. Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στον Ξ. Λάνδερερ] …   Dictionary of Greek

  • στέαρ — ατος, το, ΝΜΑ, και στέας Μ, και στεῑαρ, είατος, και στῆρ, στητός Α το στερεό και συμπαγές λίπος τών εσωτερικών λιπαρών ιστών μυρηκαστικών, το οποίο χρησιμοποιείται για την παρασκευή κεριών, σαπουνιών κ.ά. προϊόντων (α. «βόρειο στέαρ» β. «οὔτε… …   Dictionary of Greek

  • esteatita — ► sustantivo femenino MINERALOGÍA Variedad de talco, compacto y granular, de color gris o verde grisáceo, que se utiliza en sastrería para marcar la ropa. SINÓNIMO [jabón de sastre] jaboncillo * * * esteatita (del gr. «stéar, stéatos», sebo,… …   Enciclopedia Universal

  • βάλανος — (balanus). Γένος θυσανοπόδων μαλακίων της οικογένειας των βαλανιδών. Ζουν κολλημένα στους βράχους ή επάνω σε όστρακα διαφόρων μαλακίων, σε όλες τις θάλασσες, ακόμη και στις λιμνοθάλασσες. Ορισμένα είδη βρίσκονται και στις ελληνικές ακτές. Συνήθως …   Dictionary of Greek

  • σταίτινος — και στάτινος, ίνη, ον Α [σταῑς, σταιτός] 1. φτειαγμένος από ζυμάρι 2. (το θηλ. στον τ. στατίνη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐκ στέατος πεποιημένη καὶ ἁπ(α)λή» …   Dictionary of Greek

  • στεάτιον — τὸ, Α [στέαρ ατος] 1. μικρό κομμάτι στέατος 2. ζυμάρι …   Dictionary of Greek

  • συρμαία — η, ΜΑ, και ιων. τ. συρμαίη Α είδος φυτού που έμοιαζε με το ραπανάκι («τὸ πλῆθος τῶν ἀναλωθέντων χρημάτων... εἰς λάχανα καὶ συρμαίαν», Διόδ.) αρχ. 1. ο χυμός τού φυτού αυτού, τον οποίο, ύστερα από ανάμιξη με άλμη, χρησιμοποιούσαν ως καθαρτικό και… …   Dictionary of Greek

  • τάκων — ωνος, και τακών, ῶνος, Α είδος λουκάνικου («τακῶνες τροχίσκοι στέατος κεκομμένου μεθ ἁλῶν καὶ ξηρῶν ἀρτυμάτων», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί από το θ. τακ τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. τήκω*] …   Dictionary of Greek

  • χαμώνας — Α (κατά τον Ησύχ.) «στέαρ ἢ τὰ ἐκ στέατος τικτόμενα». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χαυών] …   Dictionary of Greek

  • χολοστεάτωμα — το, Ν ιατρ. κυστικός καλοήθης ογκοειδής σχηματισμός, που περιέχει κρυστάλλους χοληστερίνης (α. «χολοστεάτωμα μήνιγγας» β. «χολοστεάτωμα τού μέσου αφτιού»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cholesteatome < χολόστεαρ, στέατος + κατάλ. ωμα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»