-
1 στα
ἵστημιmake to stand: aor imperat mid 2nd sg (doric aeolic)ἵστημιmake to stand: aor ind act 3rd sg (doric)στάζωdrop: fut ind act 1st sg (doric aeolic) -
2 στᾶ
ἵστημιmake to stand: aor imperat mid 2nd sg (doric aeolic)ἵστημιmake to stand: aor ind act 3rd sg (doric)στάζωdrop: fut ind act 1st sg (doric aeolic) -
3 στάσας
στά̱σᾱς, ἵστημιmake to stand: aor part act fem acc plστά̱σᾱς, ἵστημιmake to stand: aor part act fem gen sg (doric aeolic)στά̱σᾱς, ἵστημιmake to stand: aor part act masc nom /voc sg (attic epic doric ionic)στά̱σᾱς, στάζωdrop: fut part act fem acc pl (doric)στά̱σᾱς, στάζωdrop: fut part act fem gen sg (doric)στάσᾱς, στάζωdrop: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)στάζωdrop: aor ind act 2nd sg (homeric ionic) -
4 στάσει
στά̱σει, ἵστημιmake to stand: aor subj act 3rd sg (epic doric)στά̱σει, ἵστημιmake to stand: fut ind mid 2nd sg (doric)στά̱σει, ἵστημιmake to stand: fut ind act 3rd sg (doric)στάσιςplacing: fem nom /voc /acc dual (attic epic)στάσεϊ, στάσιςplacing: fem dat sg (epic)στάσιςplacing: fem dat sg (attic ionic)στάζωdrop: aor subj act 3rd sg (epic)στάζωdrop: fut ind mid 2nd sgστάζωdrop: fut ind act 3rd sg -
5 στασάμενον
στᾱσάμενον, ἵστημιmake to stand: aor part mid masc acc sg (doric)στᾱσάμενον, ἵστημιmake to stand: aor part mid neut nom /voc /acc sg (doric)στάζωdrop: aor part mid masc acc sgστάζωdrop: aor part mid neut nom /voc /acc sg -
6 στασίχορον
στᾱσίχορον, στησίχοροςestablishing: masc /fem acc sg (doric)στᾱσίχορον, στησίχοροςestablishing: neut nom /voc /acc sg (doric) -
7 στάσεις
στά̱σεις, ἵστημιmake to stand: aor subj act 2nd sg (epic doric)στά̱σεις, ἵστημιmake to stand: fut ind act 2nd sg (doric)στάσιςplacing: fem nom /voc pl (attic epic)στάσιςplacing: fem nom /acc pl (attic)στάζωdrop: aor subj act 2nd sg (epic)στάζωdrop: fut ind act 2nd sg -
8 στάσομαι
στά̱σομαι, ἵστημιmake to stand: aor subj mid 1st sg (epic doric)στά̱σομαι, ἵστημιmake to stand: fut ind mid 1st sg (doric)στάζωdrop: aor subj mid 1st sg (epic)στάζωdrop: fut ind mid 1st sg -
9 στάσω
στά̱σω, ἵστημιmake to stand: aor subj act 1st sg (doric)στά̱σω, ἵστημιmake to stand: fut ind act 1st sg (doric)στάζωdrop: aor subj act 1st sgστάζωdrop: fut ind act 1st sgστάζωdrop: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
10 Στασίχορον
Στᾱσίχορον, Στησίχοροςestablishing: masc acc sg (doric) -
11 Στασίχορος
Στᾱσίχορος, Στησίχοροςestablishing: masc nom sg (doric) -
12 στασαμένη
στᾱσαμένη, ἵστημιmake to stand: aor part mid fem nom /voc sg (attic epic doric ionic)στάζωdrop: aor part mid fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
13 στασίχορος
στᾱσίχορος, στησίχοροςestablishing: masc /fem nom sg (doric) -
14 στασίων
στᾱσίων, ἵστημιmake to stand: fut part act masc nom sg (doric)στάσιςplacing: fem gen pl (epic doric ionic aeolic)στάζωdrop: fut part act masc nom sg (doric) -
15 στάς
στά̱ς, ἵστημιmake to stand: aor part act masc nom /voc sg -
16 στάσειεν
στά̱σειεν, ἵστημιmake to stand: aor opt act 3rd sg (doric)στάζωdrop: aor opt act 3rd sg -
17 στάσεν
στά̱σε̄ν, ἵστημιmake to stand: fut inf act (epic doric)στάσε̄ν, στάζωdrop: fut inf act (epic doric)στάζωdrop: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
18 στάσης
στά̱σης, ἵστημιmake to stand: aor part act fem gen sg (attic epic ionic)στάσιςplacing: fem nom /voc pl (doric aeolic) -
19 στάσονται
στά̱σονται, ἵστημιmake to stand: fut ind mid 3rd pl (doric)στάζωdrop: fut ind mid 3rd pl -
20 στάτην
στά̱την, ἵστημιmake to stand: aor ind act 3rd dual (doric)
См. также в других словарях:
Στα(έ)λ, Μαντάμ ντε- — (Madame de Stael). Γαλλίδα συγγραφέας (Παρίσι, 1766 1817). Ανν Λουίζ Ζερμέν Νεκέρ, κόρη του βαρώνου Νεκέρ, τραπεζίτη του Λουδοβίκου 16ου, περισσότερο γνωστή με το όνομα του πρώτου της συζύγου βαρώνου Σταλ Χόλσταϊν, πρεσβευτή της Σουηδίας στο… … Dictionary of Greek
στᾶ — ἵστημι make to stand aor imperat mid 2nd sg (doric aeolic) ἵστημι make to stand aor ind act 3rd sg (doric) στάζω drop fut ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχρονι(α)στά — Ν επίρρ. συγχρόνως, ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγχρονίζω + επιρρμ. κατάλ. ά] … Dictionary of Greek
μετανάστευση — Στα πλαίσια της ευρύτερης έννοιάς του ο όρος μ. περιλαμβάνει την ιδέα της κίνησης, την αλλαγή τόπου διαμονής και μπορεί να αναφέρεται σε κάθε μετακίνηση –οριστική ή προσωρινή– ομάδων ανθρώπων ή ζώων, προς τόπους διαφορετικούς από εκείνους στους… … Dictionary of Greek
στάσας — στά̱σᾱς , ἵστημι make to stand aor part act fem acc pl στά̱σᾱς , ἵστημι make to stand aor part act fem gen sg (doric aeolic) στά̱σᾱς , ἵστημι make to stand aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) στά̱σᾱς , στάζω drop fut part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάσῃ — στά̱σῃ , ἵστημι make to stand aor part act fem dat sg (attic epic ionic) στά̱σῃ , ἵστημι make to stand aor subj mid 2nd sg (doric) στά̱σῃ , ἵστημι make to stand aor subj act 3rd sg (doric) στά̱σῃ , ἵστημι make to stand fut ind mid 2nd sg (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… … Dictionary of Greek
ασφάλειας, μηχανισμός — Στα διάφορα όπλα, όπως και σε άλλα πεδία της τεχνικής, η διάταξη που εμποδίζει την πρόωρη λειτουργία ενός ορισμένου μηχανισμού. Έτσι, π.χ. στους πυροσωλήνες των οβίδων, η αδράνεια των κινητών εσωτερικών μαζών ή η φυγόκεντρη δύναμη θέτουν σε… … Dictionary of Greek
πράξεις αριθμητικές — Στα μαθηματικά, και ιδιαίτερα στην αριθμητική και στην άλγεβρα, ο όρος πράξη χρησιμοποιείται ως συνώνυμο των νόμων σύνθεσης, δηλαδή των κανόνων που επιτρέπουν τον συνδυασμό ν αριθμών ή, γενικότερα, ν στοιχείων δεδομένων κατά μια τάξη, και… … Dictionary of Greek
στάσει — στά̱σει , ἵστημι make to stand aor subj act 3rd sg (epic doric) στά̱σει , ἵστημι make to stand fut ind mid 2nd sg (doric) στά̱σει , ἵστημι make to stand fut ind act 3rd sg (doric) στάσις placing fem nom/voc/acc dual (attic epic) στάσεϊ , στάσις… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλογία — Στα μαθηματικά λέγεται ότι τέσσερις πραγματικοί αριθμοί, διατεταγμένοι και διάφοροι από το μηδέν, α, β, γ, δ είναι σε α. –και γράφεται α:β = γ:δ– εάν ο λόγος α/β είναι ίσος με τον λόγο γ/δ (π.χ. οι αριθμοί 2, 1, 4, 2 είναι σε α.). Αν οι αριθμοί α … Dictionary of Greek