-
1 στάλυξ
-
2 νεοστάλυξ
A = νεοδάκρυτος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοστάλυξ
-
3 ἀνασταλύζω
Grammatical information: v.Meaning: `sob' (Anakr. 43, 4).Other forms: ἀστυλάζει· λυπεῖ μετὰ κλαυθμοῦ H. will be for *ἀσταλύζει.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Cf. ἀσταλύχειν (read - ύζειν?) ἀνα[β]λύζειν, κλαίειν H., νεόσταλυξ νεοδάκρυτος H. Further στάλυξ (to be read for στάληξ) in Zonar. = σταλαγμός. - Cf. σταλάσσω, - άζω `drip, drop'. Formation like γρύζω, ἰύζω, ὀλολύζω, ὀτοτύζω. If the ἀ- of ἀσταλυζ- is a prothetic vowel, it would prove substr. origin.Page in Frisk: 1,103Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀνασταλύζω
См. также в других словарях:
στάλυξ — ἡ, Α (κατά τον Ζωναρ.) «σταλαγμός». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σταλάζω] … Dictionary of Greek
νεοστάλυξ — νεοστάλυξ, ὁ και ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νεοδάκρυτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + στάλυξ* «σταλαγμός»] … Dictionary of Greek
σταλάζω — ΝΜΑ, και λόγιος τ. σταλάσσω Ν, και μτγν. σταλάσσω και σταλάττω και οταλάω Α 1. (μτβ.) αφήνω υγρό να στάξει, να πέσει κάτω σταγόνα σταγόνα (α. «τού στάλαξε φαρμάκι στο κρασί του» β. «ἀνεπτέρωκα καὶ δάκρυ σταλάσσω», Ευρ. γ. «μὴ σταλάζετε… … Dictionary of Greek