Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στάθηκε

  • 1 στέκω

    (αόρ. (ε)στάθηκα) αμετ.
    1) стоять;

    στέκω στα νύχια ( — или στίς μύτες) των ποδιών — стоять на цыпочках;

    2) идти (быть к лицу);

    σού στέκει ωραία το φόρεμα — тебе очень идёт это платье;

    3) απρόσ. подобает, идёт;

    δεν στέκει να... — не подобает, неприлично...;

    δεν στέκει σε σένα να τρέχεις στίς ταβέρνες — тебе не к лицу бегать по тавернам;

    § στέκω στην εξουσία — стоять у власти, править страной;

    στέκω αλά κάπα ( — или κάπα γάμπια) — или στέκ τραβέρσο мор. — лежать в дрейфе;

    στέκω στα κουπιά мор. — сушить вёсла;

    δεν στέκει καλά — а) он чувствует себя неважно, ему нездоровится; — б) дела у него идут неважно (о торговце);

    στέκομαι

    1) — стоять;

    μόλις στέκομαι στα πόδια — еле держаться на ногах;

    στάσου! постой!, подожди!;
    2) стоять без движения, не работать; останавливаться (о механизме и т. п.); στάθηκε το ρολόγι часы стали;

    τό τραίνο στέκεται πέντε λεπτά — поезд стоит пять минут;

    στέκομαι χωρίς δουλειά — а) быть безработным; — б) простаивать;

    3) оставаться, быть, находиться;
    όπου σταθώ κι' όπου βρεθώ где бы я ни был; 4) стоять (о здании); 5) поддерживать, помогать, выручать; του στάθηκα σ' όλες τίς δύσκολες περιστάσεις я помог ему в трудных обстоятельствах; 6) перен. оказываться, показывать, проявлять себя; στάθηκε ανίκανος он оказался неспособным; στάθηκε άνδρας он пока- зал себя мужчиной; 7) отдаваться (о женщине); του στάθηκε με το πρώτο она отдалась ему сразу; 8) находиться в состоянии течки (о животных); 9) случаться, происходить; στάθηκε ενα σπουδαίο περιστατικό произошло важное событие; 10) останавливаться, прекращаться (об истечении жидкости); στάθηκε η μύτη μου με τον πάγο лёд остановил кровотечение из носа;

    § στέκομαι εμπόδιο — препятствовать, быть помехой;

    στάθηκα τυχερός мне повезло;
    στάθηκε ο νούς μου я растерялся; στάθηκε η αιτία (это) явилось причиной; στάθηκε αδύνατο нельзя было, оказалось невозможным; στάσου να δείς! я тебе покажу! (угроза)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στέκω

  • 2 εμπρός

    1. επίρρ.
    1) впереди, перед; вперёд, дальшедалее;

    παρ' εμπρός — чуть вперёд, дальше;

    προς τα εμπρός — вперёд;

    στάθηκε εμπρός μας — он встал впереди нас;

    πήγαινε εμπρός — иди вперёд;

    προχώρησε εμπρός — пройди вперёд;

    2) раньше, вперёд, впереди (о времени);

    τό ρολόγι μου πηγαίνει εμπρός — мой часы спешат;

    πληρώνω εμπρός — платить вперёд;

    § εμπρός! а) войди(те)!; — б) слушаю!, алло!; — е) вперёд!, начинай(те)!, продолжай(те)!; — г) воен, вперёд!;

    εμπρός, μαος! — шагом марш!; — д) марш!;

    εμπρός, (στο) σπίτι! — марш домой!;

    πηγαίνει εμπρός οπίσω — он регрессирует;

    φύγε απ' εμπρός μου уйди с моей дороги;

    βάζω εμπρός — пускать в ход, дать ход, начинать;

    απ' εδώ (από τώρα) κι' εμπρός — впредь, в дальнейшем, с этого времени;

    2. σύνδ.:

    εμπρός από — вперёд, раньше, впереди;

    § εμπρός σε — по сравнению, сравнительно;

    εμπρός βαθύ και πίσω ρέμα — между двух огней

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εμπρός

  • 3 παλ(λ)ηκάρι

    τό
    1) мужественный человек; храбрец, смельчак; удалец; молодчина; (добрый) молодец (нар.-поэт.);

    στάθηκε παλ(λ)ηκάρι — он держался молодцом;

    2) парень; малый;

    έχει ένα παλ(λ)ηκάρι και δυό κορίτσια — у него один сын и две дочери;

    είναι παλ(λ)ηκάρι ακόμα — он ещё холостой;

    § παλ(λ)ηκάρι της φακής « — герой за столом», бахвал, хвастун;

    τα παλ(λ)ηκάρια — храбрецы, орлы;

    τό καλό το παλ(λ)ηκάρι ξέρει κι' άλλο μονοπάτι — погов, доброму молодцу всё по плечу, он найдёт выход из положения

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παλ(λ)ηκάρι

  • 4 παλ(λ)ηκάρι

    τό
    1) мужественный человек; храбрец, смельчак; удалец; молодчина; (добрый) молодец (нар.-поэт.);

    στάθηκε παλ(λ)ηκάρι — он держался молодцом;

    2) парень; малый;

    έχει ένα παλ(λ)ηκάρι και δυό κορίτσια — у него один сын и две дочери;

    είναι παλ(λ)ηκάρι ακόμα — он ещё холостой;

    § παλ(λ)ηκάρι της φακής « — герой за столом», бахвал, хвастун;

    τα παλ(λ)ηκάρια — храбрецы, орлы;

    τό καλό το παλ(λ)ηκάρι ξέρει κι' άλλο μονοπάτι — погов, доброму молодцу всё по плечу, он найдёт выход из положения

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παλ(λ)ηκάρι

См. также в других словарях:

  • στέκω — και μέσ. στέκομαι ΝΜ 1. ίσταμαι, παραμένω όρθιος (α. «στεκόταν μπροστά στο σπίτι του» β. «πῶς στέκεσαι καὶ πῶς ἐμβλεματίζεις», Πρόδρ.) 2. (το γ πρόσ. αορ.) στάθηκε συνέβη νεοελλ. 1. σταματώ, παύω να βαδίζω (α. «στάθηκε ξαφνικά στη γωνιά τού… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • στέκομαι — και στέκω στάθηκα 1. παραμένω σε κάποια θέση, σταματώ: Στάθηκε σε μια άκρη και παρακολουθούσε τη συζήτηση. – Στάθηκε το τρένο. 2. στέκομαι όρθιος: Στεκόταν και μας κοίταζε πολλή ώρα. 3. αποδεικνύομαι, είμαι: Στάθηκε άτυχος στη ζωή του. – Στάθηκε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»