Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

στάθηκε

  • 1 подкатить

    подкатить
    сов, подкатывать несов
    1. (что-л.) κυλῶ, κατρακυλώ (μετ.):
    \подкатить бочку κυλῶ τό βαρέλι·
    2. (быстро подъезжать) разг φτάνω, σταματώ·
    3. безл:
    ком подкатил к го́рлу ἔνας κόμπος μοῦ στάθηκε στον λαιμό.

    Русско-новогреческий словарь > подкатить

  • 2 давить

    давлю, давишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. давленный, βρ: -лен, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. βαραίνω, πιέζω με το βάρος•

    снег -ит на крышу το χιόνι βαραίνει τη στέγη•

    житкости -ят на стенки сосудов τα υγρά πιέζουν τα τοιχώματα των δοχείων.

    || μτφ. καταπιέζω, καταδυναστεύω•

    сильный всегда -ит слабого ο δυνατός πάντοτε καταπιέζει τον αδύνατο.

    || μτφ. βασανίζω, κατατρύχω•

    шоска ее -ит την τρώγει η μελαγχολία.

    || μτφ. πνίγω, καταπνίγω, υποτάσσω, δεν εκδηλώνω, συγκρατώ•

    она -ла свой слезы αυτή έπνιγε τα δάκρυα της.

    2. σφίγγω, στενεύω•

    воротник -ит шею ο γιακάς με στενεύει•

    сапог -ит ногу η μπότα με σφίγγει στο πόδι.

    || μτφ. αισθάνομαι βάρος•

    -ит грудь αισθάνομαι βάρος στο στήθος•

    -ит сердце αισθάνομαι βάρος στην καρδιά.

    3. πνίγω, στραγγαλίζω•

    лиса -ит кур η αλεπού πνίγει τις κότες.

    4. ζουπώ, -ίζω, συνθλίβω•

    давить клопов ζουπώ τους κοριούς.

    || πατώ, θανατώνω•

    транспорт -ит не мало людей τα μεταφορικά μέσα πατούν πολλούς ανθρώπους.

    5. °"τίβω•

    давить лимон στίβω το λεμόνι.

    1. πνίγομαι•

    давить костью μου στάθηκε κόκκαλο στο λαιμό.

    || μου πιάνεται η ανάσα (από βήχα, γέλιο, λυγμούς κ.τ.τ.).
    2. απαγχονίζομαι, κρεμιέμαι.
    3. πνίγομαι, θανατώνομαι με πνιγμό.
    4. ζουπιέμαι, συνθλίβομαι.
    5. πατιέμαι στίβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > давить

  • 3 клубок

    -бка α. κουβάρι•

    разматывать ξετυλίγω το κουβάρι.

    -ом σαν κουβάρι•

    кошка свернулась -ом η γάτα μαζεύτηκε κουβάρι.

    || πλήθος περιπλεγμένο, ανακατεμένο•

    противоречий πλήθος ανεπίλυτων αντιθέσεων•

    клубок событий πλήθος αξεδιάλυτων γεγονότων.

    εκφρ.
    клубок в горле (стоит, застрял, подступил, подкатил(ся) – μου στάθηκε κόμπος ή σπασμός στο λαιμό.

    Большой русско-греческий словарь > клубок

  • 4 ком

    -а, πλθ. комья
    -ьев α. σβώλος• κομμάτι.
    εκφρ.
    ком в горле (стоит, застрялκ.τ.τ.); ком поступил (подкатился κ.τ.τ.) к горлу μου στάθηκε κόμπος (ή σπασμός) στο λαιμό•
    свернуться в ком (комом) – μαζεύομαι κουβάρι, συσπειρώνομαι•
    слиться (съежить(ся) в ком (комом) – μαζεύομαι κουβάρι (σαν τον σκατζόχοιρο).

    Большой русско-греческий словарь > ком

  • 5 муха

    θ.
    μΰγα•

    комнатная муха οικιακή μύγα.

    εκφρ.
    кзлые -и – χιονονιφάδες•
    до белых мух – ώσπου να πέσουν τα πρώτα χιόνια•
    -и мрут ή дохнут – ανυπόφορη πλήξη, σκασίλα•
    - и не обидит – δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι (πράος, άκακος άνθρωπος)•
    -у раздавить (ή задавить, зашибить)απλ. κρασοπίνω•
    считать мух – σκοτώνω μύγες (χαζεύω)•
    делать из -ж слона – κάνω την τρίχα τριχιά (μεγαλοποιώ;, υπερβάλλω)•
    быть под -ой ή с -ой – είμαι σουρωμένος, τά χω τσούξει• (какая) муха укусила его τι ερεθίστηκε (τσατίστηκε) έτσι• από τι πειράχτηκε•
    так тихо, что слышно, как муха пролетит – τέτοια ησυχία, που και η μύγα ακούεται όταν πετά (точно) -у проглотил του κακοφάνηκε πολύ, κόκκαλο του στάθηκε στο λαιμό.

    Большой русско-греческий словарь > муха

  • 6 простоять

    -стою, -стоишь ρ.σ.
    1. στέκομαι ορθός•

    я -ял час в ожидании στάθηκα ορθός μια ώρα περιμένοντας.

    2. παραμένω στη θέση•

    поезд -ял два часа το τρένο στάθηκε δυο ώρες.

    3. αδρανώ, ακινητώ (για ένα χρον. διάστημα)•

    две машины -ли по технической неисправности δυο μηχανές δε δούλεψαν από βλάβη.

    4. παραμένω. || υπάρχω, ζω, διατηρούμαι;•

    это дерево -ит ещё много лет αυτό το δέντρο θα ζήσει πολλά χρόνια ακόμα.

    5. (απλ.) βλάπτω με την ορθοστασία•

    в зале -ли пол το πάτωμα της αίθουσας κάθισε από τους ορ-.. θοστεκούμενους.

    Большой русско-греческий словарь > простоять

См. также в других словарях:

  • στέκω — και μέσ. στέκομαι ΝΜ 1. ίσταμαι, παραμένω όρθιος (α. «στεκόταν μπροστά στο σπίτι του» β. «πῶς στέκεσαι καὶ πῶς ἐμβλεματίζεις», Πρόδρ.) 2. (το γ πρόσ. αορ.) στάθηκε συνέβη νεοελλ. 1. σταματώ, παύω να βαδίζω (α. «στάθηκε ξαφνικά στη γωνιά τού… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • στέκομαι — και στέκω στάθηκα 1. παραμένω σε κάποια θέση, σταματώ: Στάθηκε σε μια άκρη και παρακολουθούσε τη συζήτηση. – Στάθηκε το τρένο. 2. στέκομαι όρθιος: Στεκόταν και μας κοίταζε πολλή ώρα. 3. αποδεικνύομαι, είμαι: Στάθηκε άτυχος στη ζωή του. – Στάθηκε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»