-
1 στάβλον
στάβλονstabulum: neut nom /voc /acc sg -
2 στάβλον
στάβλον, τό,= Lat.A stabulum, stable, posting-station, POxy.2115.9 (iv A.D.), Hippiatr.34, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στάβλον
-
3 στάβλοις
στάβλονstabulum: neut dat pl -
4 στάβλου
στάβλονstabulum: neut gen sg -
5 στάβλων
στάβλονstabulum: neut gen pl -
6 στάβλω
-
7 στάβλῳ
-
8 βαδιστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαδιστικός
-
9 σταβλάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταβλάριον
См. также в других словарях:
στάβλον — stabulum neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάβλον — τὸ, ΜΑ ταχυδρομικός σταθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. stabulum «σταθμός»] … Dictionary of Greek
στάβλοις — στάβλον stabulum neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάβλου — στάβλον stabulum neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάβλων — στάβλον stabulum neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάβλῳ — στάβλον stabulum neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταβλάριον — τὸ, Α [στάβλον] μικρό στάβλον* … Dictionary of Greek
στάβλος — Μικρός ημιορεινός οικισμός (4 κάτ., υψόμ. 240 μ.), στην επαρχία Ικαρίας του νομού Σάμου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φραντάτου. * * * ο, ΝΜ, και σταύλος Ν 1. φραγμένος και στεγασμένος χώρος για τη διαμονή ζώων, ιδίως βοδιών, αλόγων,… … Dictionary of Greek
σταβλίτης — ο, ΝΜΑ, και σταυλίτης Ν νεοελλ. ιπποκόμος μσν. αρχ. αυτός που εργαζόταν σε στάβλο ταχυδρομικού σταθμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάβλον / στάβλος + επίθημα ίτης (πρβλ. καλαμ ίτης)] … Dictionary of Greek
σταβλιστής — ὁ, Μ επιστάτης στάβλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάβλον + κατάλ. ιστής (πρβλ. κιθαρ ιστής)] … Dictionary of Greek