Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Английский
στάβλον
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
στάβλον — stabulum neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάβλον — τὸ, ΜΑ ταχυδρομικός σταθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. stabulum «σταθμός»] … Dictionary of Greek
στάβλοις — στάβλον stabulum neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάβλου — στάβλον stabulum neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάβλων — στάβλον stabulum neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάβλῳ — στάβλον stabulum neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταβλάριον — τὸ, Α [στάβλον] μικρό στάβλον* … Dictionary of Greek
στάβλος — Μικρός ημιορεινός οικισμός (4 κάτ., υψόμ. 240 μ.), στην επαρχία Ικαρίας του νομού Σάμου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φραντάτου. * * * ο, ΝΜ, και σταύλος Ν 1. φραγμένος και στεγασμένος χώρος για τη διαμονή ζώων, ιδίως βοδιών, αλόγων,… … Dictionary of Greek
σταβλίτης — ο, ΝΜΑ, και σταυλίτης Ν νεοελλ. ιπποκόμος μσν. αρχ. αυτός που εργαζόταν σε στάβλο ταχυδρομικού σταθμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάβλον / στάβλος + επίθημα ίτης (πρβλ. καλαμ ίτης)] … Dictionary of Greek
σταβλιστής — ὁ, Μ επιστάτης στάβλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάβλον + κατάλ. ιστής (πρβλ. κιθαρ ιστής)] … Dictionary of Greek