-
1 σπιδής
σπιδήςvast: masc /fem nom sg -
2 σπιδής
Aδιὰ σπιδέος πεδίοιο Il.11.754
, which is expld. by the authorities cited in Sch.A as meaning either vast, broad, or rugged, difficult: the former interpr. is confirmed by other forms, viz. [full] σπίδιονμῆκος ὁδοῦ A.Fr. 378
(which is expld. in EM271.18 by μακρόν); [full] σπῐδόθεν, = μακρόθεν, Antim.77; [full] σπιδνός, = πυκνός, συνεχής, πεπηγώς, and [full] σπιδόεις, = μέλας, πλατύς, σκοτεινός, μέγας, πυκνός, Hsch.; and [full] σπίζω, = ἐκτείνω, Sch.Ar.V.18, Eust.996.22 sq. (Ptol. Asc. and others read δι' ἀσπιδέος π., expld. either as round like a shield or covered with shields.) -
3 σπιδής
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > σπιδής
-
4 σπιδές
σπιδήςvast: masc /fem voc sgσπιδήςvast: neut nom /voc /acc sg -
5 σπιδέος
σπιδήςvast: masc /fem /neut gen sg (epic doric ionic aeolic) -
6 σπιδείς
-
7 σπιδεῖς
-
8 σπίζω
-
9 ἀσπιδής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσπιδής
См. также в других словарях:
σπιδής — vast masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπιδής — ές, Α μακρός, εκτεταμένος («διὰ σπιδέος πεδίοιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ., η οποία απαντά μόνο στη γεν. (πρβλ. τη φρ. τής Ιλιάδας «διά σπιδέος πεδίοιο»), απ όπου οδηγούμαστε σε έναν τ. ονομαστικής σπιδής ή, κατ άλλη άποψη, πιο πιθανή,… … Dictionary of Greek
σπιδεῖς — σπιδής vast masc/fem acc pl σπιδής vast masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπιδές — σπιδής vast masc/fem voc sg σπιδής vast neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπιδέος — σπιδής vast masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπίδιος — ία, ον, Α σπιδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπιδ ή *σπίδος(για ετυμολ. βλ. λ. σπιδής) + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek
σπιδνός — Α (κατά τον Ησύχ.) «πυκνός, συνεχής, πεπηγώς». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπιδ (για ετυμολ. βλ. λ. σπιδής) + επίθημα νός (πρβλ. πυκ νός). Για τη σημ. τής λ. σε σχέση με τη σημ. «μακρός, εκτεταμένος» τού τ. σπιδής πρβλ. λατ. spissus «βραδύς, δυσχερής,… … Dictionary of Greek
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek
σπίζω — (I) Α εκτείνω, επιμηκύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπιδ (για ετυμολ. βλ. λ. σπιδής) + ρηματ. κατάλ. jω]. (II) Α φωνάζω σαν σπίζα, βγάζω τον ήχο σπι σπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. σπίζω (πιθ. < *σπιγγ jω) και το προσηγορικό σπίζα (πιθ. <… … Dictionary of Greek
σπιδόεις — Α (κατά τον Ησύχ.) «μέλας, πλατύς, σκοτεινός, μέγας, πυκνός». [ΕΤΥΜΟΛ. < *σπίδος (για ετυμολ. βλ. λ. σπιδής) + κατάλ. όεις*. Προβλήματα γεννούν οι διαφορετικές σημ. τού τ.] … Dictionary of Greek
σπιδόθεν — Α επίρρ. μακρόθεν, από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *σπίδος (για ετυμολ. βλ. λ. σπιδής) + επιρρμ. κατάλ. θεν] … Dictionary of Greek