Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σπῆλυγξ

См. также в других словарях:

  • σπήλυγξ — ἡ, Α σπήλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπήλαιο] …   Dictionary of Greek

  • ορχμαί — ὀρχμαί (Α) (κατά τον Ησύχ.) «φραγμοί, καλαμῶνες, φάραγγες, σπῆλυγξ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος* + κατάλ. μή] …   Dictionary of Greek

  • πήλυξ — ἡ, Α ρωγμή, σχισμάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σπῆλυγξ (βλ. λ. σπήλαιο)] …   Dictionary of Greek

  • σπήλαιο — Όνομα τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (590 κάτ., υψόμ. 80 μ.) στην επαρχία Ορεστιάδας του νομού Έβρου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (22 τ. χλμ., 590 κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (38 κάτ., υψόμ. 530 μ.), στην επαρχία Δωδώνης του νομού… …   Dictionary of Greek

  • σπηλυγγοειδής — ές, Α σπηλαιώδης, αυτός που έχει σχήμα σπηλαίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπῆλυγξ, υγγος «σπήλαιο» + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • σπηλυγγώδης — ῶδες, Α [σπῆλυγξ, υγγος] σπηλυγγοειδής* …   Dictionary of Greek

  • φιλοσπήλυγξ — ήλυγγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που τού αρέσει να μένει σε σπήλαιο («Πανὶ φιλοσπήλυγγι», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σπήλυγξ «σπήλαιο»] …   Dictionary of Greek

  • όρχος — ο (Α ὄρχος) νεοελλ.) στρ. 1. εδαφικός χώρος σε εκστρατεία, κλειστός ή ανοιχτός, στον οποίο εγκαθίσταται μια στρατιωτική μονάδα που έχει οχήματα, άρματα ή πυροβόλα 2. (κατ επέκτ.) ο οργανωμένος χώρος στη μόνιμη έδρα μιας μονάδας στον οποίο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»