Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σπονδύλη

См. также в других словарях:

  • σπονδύλη — ἡ, Α βλ. σφονδύλη …   Dictionary of Greek

  • σφονδύλη — και δ. γρφ. σπονδύλη, ἡ, Α 1. είδος εντόμου που ζει στις ρίζες τών φυτών, πιθ. είδος σκαραβαίου που αναδίδει πολύ έντονη και δυσάρεστη οσμή 2. (ο τ. σπονδύλη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ γαλῆ παρ Ἀττικοῑς». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λέξη, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • Καραντινός — Επώνυμο οικογένειας στρατιωτικών της βυζαντινής εποχής από τα Κάραντα (αρχ. Καρύανδα) της Μικράς Ασίας. 1. Θεόδωρος (τέλη 10ου αι.). Υποναύαρχος του βυζαντινού στόλου κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του αυτοκράτορα Βασίλειου B’ του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»