Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σπληνίσκος

См. также в других словарях:

  • σπληνίσκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπληνίσκος — ὁ, Α μικρός επίδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήν, σπληνός + κατάλ. ίσκος (πρβλ. τροχ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • σπληνίσκους — σπληνίσκος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπληνίσκον — τὸ, Α [σπλήν, ηνός] ο σπληνίσκος* …   Dictionary of Greek

  • σπληνίσκον — neut nom/voc/acc sg σπληνίσκος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπληνίσκου — σπληνίσκον neut gen sg σπληνίσκος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπληνίσκῳ — σπληνίσκον neut dat sg σπληνίσκος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»