-
1 σπλάγχνοισι
σπλάγχνονinward parts: neut dat pl (epic ionic aeolic) -
2 μύζω
Aμύξω D.L.10.118
: [tense] aor.ἔμυξα Men.81
:— make the sound μὺ μῦ, mutter, moan, A.Eu. 118; μ. οἰκτισμὸν make a piteous moaning, ib. 189: hence to denote displeasure, murmur, growl, Ar.Th. 231; of the noise made by the dolphin, Arist.HA 535b32; rumble,ἐπὶ τοῖσι σπλάγχνοισι μύζει Hp.Morb.2.55
: impers.,ἔμυζεν ἐν τῇ γαστρί Id.Epid.5.6
: [tense] pf.,μεμυζότε μυδαλέω τε Antim.90
.------------------------------------μύζω (B),A = μυζάω, [τοὺς καλάμους] λαβόντα εἰς τὸ στόμα μύζειν X. An.4.5.27. -
3 συγγίγνομαι
συγγίγνομαι, [dialect] Ion. and later Gr. [pref] συγγίν- [pron. full] [ῑ]: [tense] fut. - γενήσομαι, [tense] aor. - εγενόμην, [tense] pf. - γέγονα (alsoAσυγγεγένημαι Ar.Eq. 1293
(lyr.)):— to be born with,ἅμα σ. γινομένοις Arist.HA 547b31
, cf. D.S.2.56, Man.1.200.II associate, keep company with, hold converse with, τινι Hdt. 3.55, E.El. 603, Ba. 237, Ar.Nu. 1317(lyr.), V. 1468(lyr.), Th.2.12, etc.;χαλεποὶ συγγενέσθαι Pl.R. 330c
; πᾶσαν τὴν συνουσίαν ς. Id.Lg. 672a; alsoξ. ταῖς Νεφέλαισιν ἐς λόγους Ar.Nu. 252
: abs., coexist, cohere,ἀήθεα Emp.22.8
.2 of disciples or pupils, hold converse with a master, consult him, περί τινος, τίνος πέρι; Pl.Phd. 61d, Ar.Av. 113, cf. Pl. Men. 91e, X.Mem.1.2.27; (lyr.); of the master, Plu.Per.4.3 σ. γυναικί have sexual intercourse with her, X.An.1.2.12, Pl.R. 329c;παιδὶ καλῷ IG42(1).121.105
(Epid., iv B.C.); of the woman, Hdt.2.121.έ, Pl.Lg. 930d, Plu.Sol.23.5 abs., come together, meet, Th.4.83, 5.37;σ. ἐς πόσιν Hdt.1.172
; οἱ συγγιγνόμενοι comrades, X.Mem. 1.2.16; ἀριθμὸς συγγ. coming to our aid, Pl.Epin. 978a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγγίγνομαι
-
4 φωλεύω
A lurk in a hole or den, of lizards, Arist.HA 503b27; of bears, ib. 579a26; of hedgehogs, ibId.29; of πορφύραι, ib.547a15; of wasps and hornets, ib.628a8, 629a14; of beetles (in dung), ib.552a17; of certain birds, ib.542b21; of serpents,κνώδαλα φωλεύοντα Theoc.24.85
, cf. Nic. Th. 394; of a lion, Babr.92.5; of a mouse, Id.108.2; hibernating animals,Arist.
GA 783b11, Thphr.HP1.1.3; of suspended animation, Arist.Fr.43; of disease, lurk,ἐν σπλάγχνοισι Aret.SD1
. 8, cf. 2.1; of hidden fire, Stoic.2.187; of the womb, Hp.Ep.23. -
5 ἀναβάλλω
A throw up,χοῦν ἐξ ὀρύγματος Th.4.90
, cf. X.Cyr.7.5.10, Ostr. 1399 (i A. D.); foss and dyke,X.
An.5.2.5.2 ἀ. τινὰ ἐπὶ τὸν ἵππον put on horseback, mount him, Id.An. 4.4.4, Eq.6.12; of the horse, ἀ. τὸν ἀναβάτην unseat his rider, ib.8.7.3 ἀ. τὰ ὄμματα cast up one's eyes, so as to show the whites, Arist.Pr. 876a31;τὰ λευκά Alex.222.9
, Ctes.Fr.20.6 lift, remove a tumour, Antyll.(?)ap.Orib.45.17.6.7 [voice] Pass., to be lifted up, in prayer,εὔχονται σπλάγχνοισι κακῶς ἀναβαλλομένοισι Aristeas Epic.1
.II put back, put off,μηκέτι νῦν ἀνάβαλλε.. ἄεθλον Od.19.584
(the only place in which Hom. uses the [voice] Act.); ἀ. τινά put off [with excuses], D.8.52;ἀ. τὰ πράγματα 4.14
; distract one's attention, Philostr.Im.2.24:—[voice] Pass., ἀνεβλήθη ἡ ἐκκλησία it was adjourned, Th.5.45; ὥστε.. εἰς τοὺς παῖδας ἀναβληθήσεσθαι τὰς τιμωρίας will be put off to the time of the sons, Isoc.11.25;ὑμεναίους οὐκ ἀναβαλλομένους Call.Aet.3.1.43
; cf. infr. B. 11.2 [tense] pf. part. [voice] Pass. ἀναβεβλημένος slow, measured,αὔλημα D.Chr.1.1
, cf. Hld.2.8: so in Adv.- μένως
slowly,D.H.
Dem.54.b of style, diffuse,τὸ ὕπτιον καὶ ἀ. Hermog.Id.2.11
; λέξις ἀ., opp. συνεστραμμένη, Aristid. Rh.2p.540S.B more freq. in [voice] Med., strike up, begin to play or sing (cf.ἀναβολή 11
),ἀναβάλλετο καλὸν ἀείδειν Od.1.155
, 8.266, Theoc.6.20: abs.,ἀναβάλεο Pi.N.7.77
; : c. acc.,εὐχὴν ἀ. τῷ Ἔρωτι Philostr.Im.1.29
.II put off, delay a thing in which oneself is concerned (v. supr.11),μηδ' ἔτι δηρὸν ἀμβαλλώμεθα ἔργον Il.2.436
, cf. Hes. Op. 410, Pi.O.1.80, N.9.29, Hdt.3.85;τὸ μέν τι νυνὶ μὴ λάβῃς, τὸ δ' ἀναβαλοῦ Ar.Nu. 1139
; ; εἰς τὴν ὑστεραίαν ἀναβαλέσθαι [τὴν δίαιταν] to adjourn till the morrow, D.21.84, cf. Pl.Mx. 234b;ἀ. τινας Act.Ap.24.22
: abs., defer payment, Isoc.3.33: c. [tense] fut. inf.,ἀ. κυρώσειν ἐς τέταρτον μῆνα Hdt.6.86
.β; ἀ. ἐς τρίτην ἡμέρην ἀποκρινέεσθαι 5.49
;ἀ. ποιήσειν τὰ δέοντα D.3.9
: c. [tense] aor. inf.,ἀ. ὑποκρίνασθαι Hdt.9.8
; .III throw one's cloak up or back, throw it over the shoulder, so as to let it hang in folds,ἀναβάλλεσθαι χλαῖναν Ar.V. 1132
: so also ἀναβάλλεσθαι alone, Id.Ec.97;ἀ. ἐπιδέξια Pl. Tht. 175e
, cf. Ar.Av. 1568; εἴσω τὴν χεῖρα ἔχοντα ἀναβεβλημένον with one's cloak thrown up or back, D.19.251;ἀναβεβλ. ἄνω τοῦ γόνατος Thphr. Char.4.4
; cf.ἀναβολή 1.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναβάλλω
См. также в других словарях:
σπλάγχνοισι — σπλάγχνον inward parts neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπλάγχνο — το / σπλάγχνον, ΝΜΑ, και σπλάχνο Ν και σπλάγχανον Α 1. συν. στον πληθ. τα σπλάγχνα α) τα όργανα τού σώματος που βρίσκονται μέσα στις μεγάλες κοιλότητες τού οργανισμού, στην κρανιακή, στη θωρακική, στην κοιλιακή και στην πυελική β) τα σωθικά,… … Dictionary of Greek